Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος της εφημερίδας μας
Πολιτική

Σκάει η φούσκα της κυβέρνησης Μητσοτάκη: Βουτιά-σοκ σε εξαγωγές, εισαγωγές, κατανάλωση και τζίρο

 

 

Με την έλευση του 2024 πυκνά νέφη άρχισαν να σκιάζουν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, όπως υπέδειξε το πλήθος των αρνητικών στοιχείων για το πρώτο τρίμηνο τα οποία δημοσίευσε τις τελευταίες εβδομάδες η ΕΛΣΤΑΤ. Τα νούμερα είναι μάλιστα τόσο αρνητικά που δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι όταν στις αρχές Ιουνίου η ΕΛΣΤΑΤ θα κάνει ανακοινώσεις για την ανάπτυξη πρώτου τριμήνου η ελληνική οικονομία αντί για θετικό θα έχει αρνητικό πρόσημο, σε μια εξέλιξη η οποία θα επισφραγίσει το τέλος του μυθεύματος της κυβέρνησης της ΝΔ ότι είναι εφικτή η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με μειωμένα εισοδήματα για το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού της χώρας και αποκλειστικά μέσω της αύξησης των επενδύσεων και των εξαγωγών.
Το μεγαλύτερο παράκτιο πάρκο στην Ευρώπη
Θα βρίσκεται στο The Ellinikon
Διότι πράγματι, όπως οι περισσότεροι θυμούνται, προκειμένου να απορρίψει την κριτική των κομμάτων της αντιπολίτευσης για τη μείωση των πραγματικών μισθών μέσω του υψηλού πληθωρισμού και των υψηλών έμμεσων φόρων, η κυβέρνηση της ΝΔ είχε πολλές φορές υποστηρίξει τα δύο προηγούμενα χρόνια ότι υπό τη δική της «πετυχημένη οικονομική διακυβέρνηση» η ελληνική οικονομία θα αναπτυσσόταν μέσω της αύξησης των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και των επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, παρότι κατά τα τελευταία 50 χρόνια το ελληνικό ΑΕΠ στηριζόταν κατά 70% στην κατανάλωση, ενώ είχε θέσει στόχο για το 2023 την άνοδο των εξαγωγών αγαθών στα 70 δισ. ευρώ ή κατά 15% ψηλότερα σε σχέση με το 2022.

Βυθίζονται οι ελληνικές εξαγωγές
Τελικά όμως ήρθε η πραγματικότητα διά των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ και τη διέψευσε, αφού σύμφωνα με τη στατιστική αρχή οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών έκλεισαν το 2023 στα 50,92 δισ. ευρώ έναντι 55,76 δισ. ευρώ το 2022, δηλαδή όχι μόνο δεν ενισχύθηκαν κατά 15% αλλά και κατέγραψαν πτώση 8,7%. Και το χειρότερο, η πτώση συνεχίστηκε με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι εξαγωγές αγαθών στο διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου 2024 ανήλθαν στα 12,3 δισ. ευρώ έναντι 13,85 δισ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του 2023, κάνοντας «βαθιά βουτιά» κατά 11%. Η πτώση αυτή βεβαίως δεν είναι απροσδόκητη, καθώς αντανακλά εν μέρει την οικονομική στασιμότητα της ευρωζώνης που είναι ο βασικός εμπορικός εταίρος της χώρας μας, ενώ αποτυπώνει και τη γενικότερη πίεση που υπάρχει σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή και βόρεια Αφρική λόγω των πολέμων, περιοχές στις οποίες πραγματοποιούν εξαγωγές οι ελληνικές επιχειρήσεις.

Η επιταχυνόμενη αυτή πτώση των ελληνικών εξαγωγών όμως πέραν του ότι δείχνει ανάγλυφα ήδη πόσο εκτός τόπου και χρόνου είναι οι εκπεφρασμένοι στόχοι της οικονομικής πολιτικής της ΝΔ, αποτελεί μείζον πρόβλημα για τη χώρα. Αυτό επειδή, όπως επισημαίνεται σε μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), η δραματική πτώση των ελληνικών εξαγωγών σημαίνει ότι η Ελλάδα χάνει τη μάχη για να ξεφύγει από τον πάτο της κατάταξης των κατά κεφαλήν εξαγωγών μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών με παρόμοιο ή και μικρότερο πληθυσμό (π.χ. Πορτογαλία, Σουηδία, Τσεχία, Ισραήλ, Αυστρία, Ελβετία, Ουγγαρία). Ακόμη και χώρες που έχουν περάσει παρόμοια οικονομική κρίση με την Ελλάδα, π.χ. Πορτογαλία, έχουν αυξήσει τις εξαγωγές τους σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι η ελληνική οικονομία, προσθέτει το ΚΕΠΕ, κρούοντας προειδοποιητικό καμπανάκι πως η αδυναμία των ελληνικών εξαγωγών δίνει σαφές μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία δεν είναι σε θέση, ακόμη και σήμερα, να αποκτήσει ανθεκτικότητα.

Το δεύτερο προβληματικό στοιχείο βάσει των ανακοινώσεων της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο ήταν τα νούμερα των εισαγωγών, με την έννοια ότι αν και παράλληλα με τη μείωση των εξαγωγών κατά 11% καταγράφηκε επίσης μείωση των εισαγωγών, υπήρξε πολύ πιο περιορισμένη, μόλις στο 4%, επιδεινώνοντας την αρνητική επίπτωση των εξαγωγών για το ΑΕΠ.

Αυξάνεται το εμπορικό έλλειμμα
Συγκεκριμένα, κατά τις ανακοινώσεις της στατιστικής αρχής, οι εισαγωγές κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου 2024 έφτασαν τα 20,30 δισ. ευρώ έναντι 21,18 δισ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023, με μείωση 4,2%. Ετσι το εμπορικό έλλειμμα κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου – Μαρτίου 2024 ανήλθε σε 7,97 δισ. ευρώ έναντι 7,33 δισ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας αύξηση 8,7%, που αφαιρουμένων των πετρελαιοειδών μεγεθύνεται σε 14,5%.

Η εκ νέου μεγέθυνση του εμπορικού ελλείμματος το πρώτο τρίμηνο του 2023 δηλώνει ότι το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, που τόσο έχει συζητηθεί η αλλαγή του, παραμένει σχετικά αμετάβλητο, προσθέτει το ΚΕΠΕ. Αυτό συμβαίνει επειδή οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ), για την άνοδο των οποίων συχνά θριαμβολογεί η κυβέρνηση, παραμένουν εντέλει σε πολύ χαμηλά επίπεδα για να μπορέσουν να δώσουν ώθηση στην παραγωγή και στις εξαγωγές αγαθών, προσθέτει το ΚΕΠΕ, ιδιαίτερα επειδή σημαντικό μέρος τους κατευθύνεται σε μη παραγωγικούς κλάδους όπως η αγορά ακινήτων ή οι τουριστικές επιχειρήσεις και όχι στον πρωτογενή τομέα ή στη βιομηχανία, η οποία παραμένει ο μεγάλος ασθενής στην Ελλάδα. Ολα αυτά όμως σημαίνουν ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει αλλάξει όσο θα έπρεπε ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει μελλοντικούς κινδύνους.

Το τρίτο προβληματικό στοιχείο έχει να κάνει με τα νούμερα του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής, τα οποία εκ πρώτης όψεως δείχνουν θετικά για το πρώτο τρίμηνο, καθώς υποδεικνύουν αύξηση της τάξης του 3,4% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Ωστόσο η εικόνα ανά τομέα περιγράφει μια διαφορετική ιστορία, διότι η αύξηση του κλαδικού δείκτη προέρχεται από την αύξηση κατά 12,6% του δείκτη παροχής ηλεκτρικού ρεύματος (μετατρέπεται σε αυξημένο κόστος ενέργειας για τα νοικοκυριά και την παραγωγή και ανεβάζει τις τιμές), κατά 3,2% του δείκτη ορυχείων – λατομείων, κατά 2,6% του δείκτη παροχής νερού (κόστος ύδρευσης) και μόλις κατά 1,4% του δείκτη μεταποίησης.

Μάλιστα σε συγκεκριμένες κατηγορίες διεθνών εμπορεύσιμων προϊόντων, τα οποία τροφοδοτούν τις εξαγωγές που χρειάζεται η χώρα, όπως η κατασκευή ειδών ένδυσης, η βιομηχανική παραγωγή καταγράφει μεγάλη πτώση 14,5%. Παρά την αύξηση του δείκτη, η στήριξη που θα προσφέρει η βιομηχανική παραγωγή στις εξαγωγές και στο ΑΕΠ τα επόμενα τρίμηνα θα είναι περιορισμένη.

Μεγάλη πτώση της κατανάλωσης
Το πιο δραματικό ωστόσο στοιχείο του πρώτου τριμήνου έχει να κάνει με τη μεγάλη πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης, καθώς τα νοικοκυριά, υπό την πίεση της καλπάζουσας ακρίβειας, κόβουν όλο και περισσότερες δαπάνες.

Η πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης τεκμαίρεται από την κατά ΕΛΣΤΑΤ πτώση των λιανικών πωλήσεων κατά 9,8% τον Φεβρουάριο και κατά 8,9% τον Ιανουάριο σε επίπεδο όγκου, όρος που δηλώνει τις πωλήσεις σε σταθερές τιμές – σημαίνει ότι κατά τους δύο πρώτους μήνες του 2024 τα νοικοκυριά αγόρασαν πολύ λιγότερα πράγματα. Βεβαίως η πτώση των λιανικών πωλήσεων σε σταθερές τιμές έχει ξεκινήσει πολύ νωρίτερα –για την ακρίβεια φάνηκε μόλις αποχώρησαν οι τουρίστες από τη χώρα–, καθώς ο Οκτώβριος εμφάνισε πτώση 5,3%, ο Νοέμβριος 6,2% και μόνο ο Δεκέμβριος, με τα δώρα του ιδιωτικού τομέα, είχε οριακή αύξηση 0,7%.

Το νέο στοιχείο ωστόσο ήταν ότι τον Φεβρουάριο του 2024 υπήρξε για πρώτη φορά πτώση και στον τζίρο κατά 3,8% και μάλιστα σε όλα τα καταστήματα, συμπεριλαμβανομένων και των τροφίμων. Με δυο λόγια, τα ελληνικά νοικοκυριά όχι μόνο αγόρασαν λιγότερα πράγματα αλλά και ξόδεψαν λιγότερα λεφτά.

Με καθίζηση των εξαγωγών αγαθών και πτωτική κατανάλωση είναι αβέβαιο αν η ελληνική οικονομία θα καταγράψει ανάπτυξη το πρώτο τρίμηνο του 2024 και πώς θα συνεχίσει στο υπόλοιπο του έτους. Βεβαίως υπάρχει ο τουρισμός που έχει ξεκινήσει καλά το 2024, με την κίνηση στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» να βρίσκεται το πρώτο τρίμηνο 16% υψηλότερα σε σχέση με πέρσι, ωστόσο ακόμη κι αν έρθουν περισσότεροι τουρίστες στην Ελλάδα, δεν είναι βέβαιο ότι θα αφήσουν περισσότερο λεφτά ώστε να αυξηθούν τα τουριστικά έσοδα πάνω από τα 20 δισ. ευρώ που βρέθηκαν πέρσι, αφού όσο ακριβαίνει η Ελλάδα τόσο λιγότερες μέρες κάθονται και οι ξένοι.

Στο ναδίρ η καταναλωτική εμπιστοσύνη στην Ελλάδα…

Το πρώτο τρίμηνο του 2024 η Ελλάδα υπήρξε η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που εμφάνισε μείωση της κατανάλωσης. Το γεγονός οδήγησε την επενδυτική εταιρεία Wood & Company να ασχοληθεί με το «ελληνικό παράδοξο», εστιάζοντας στο φλέγον ζήτημα της ακρίβειας που ταλανίζει τα ελληνικά νοικοκυριά και προσθέτοντας ότι το πλήγμα από τις υψηλές τιμές στις καταναλωτικές δαπάνες υπονομεύει πλέον τις οικονομικές προοπτικές της χώρας.

Εστιάζοντας στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την πτώση των τζίρων του λιανεμπορίου τον Φεβρουάριο τόσο σε σταθερές τιμές όσο και σε τρέχουσες, η Wood ανέδειξε μεταξύ των άλλων ότι οι λιανικές πωλήσεις στη χώρα μας όχι μόνο κινήθηκαν πτωτικά τον Φεβρουάριο αλλά κινήθηκαν πτωτικά σε όλες τις κατηγορίες, ακόμη και στα λεγόμενα είδη πρώτης ανάγκης, δηλαδή τα καύσιμα (είχαν μείωση πωλήσεων κατά 11% σε τρέχουσες τιμές και 9,8% σε σταθερές τιμές) και τα τρόφιμα (μείωση πωλήσεων 2,6% σε τρέχουσες τιμές και μείωση 8% σε σταθερές τιμές).

Δεν πήρε το «ριμπάουντ»…

Αυτά τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι η Ελλάδα υστερεί έναντι της ευρωζώνης σε ό,τι αφορά την ανάκαμψη της καταναλωτικής δαπάνης, καθώς στις άλλες χώρες η ζήτηση έχει ανακάμψει.

«Γιατί όμως η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση;» διατυπώνει η Wood το ερώτημα, προσθέτοντας μάλιστα ότι η καταναλωτική εμπιστοσύνη παραμένει σε εμάς βυθισμένη στα τάρταρα και δεν έχει ανέβει όπως έχει συμβεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, παρότι το ποσοστό ανεργίας παραμένει σταθερό ή πέφτει ενώ ο κατώτατος μισθός ανεβαίνει, και δίνει δύο απαντήσεις:

Πρώτον, επειδή οι καταναλωτές αναφέρουν πολύ μικρή βελτίωση στον πληθωρισμό που αντιλαμβάνονται. Αυτό σημαίνει ότι παρόλο που ο πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν 3,2% σε ετήσια βάση τον Μάρτιο, οι έρευνες έδειξαν ότι τα νοικοκυριά τον αισθάνονται έως και τρεις φορές πάνω λόγω του πληθωρισμού στα τρόφιμα, που παραμένει σε γενικές γραμμές διπλάσιος του γενικού πληθωρισμού και από τους υψηλότερους στην ευρωζώνη.

Καθηλωμένοι μισθοί…

Δεύτερον, επειδή οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι –όπως δείχνει το γεγονός ότι από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που υπογράφηκαν τα δύο τελευταία χρόνια μόνο το ένα τρίτο περιλαμβάνει αυξήσεις μισθών–, κατά συνέπεια οι καταναλωτές χάνουν αγοραστική δύναμη.

Οσο όμως η ακρίβεια επιμένει και η καταναλωτική εμπιστοσύνη παραμένει στα τάρταρα τόσο θα χάνει σε αναπτυξιακή δυναμική η ελληνική οικονομία, καταλήγει η Wood & Company.

Πηγή Documento

enloutrakio

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button