Γκουλιέλμο Μαρκόνι (1874 – 1937)
Ιταλός φυσικός και επιχειρηματίας, βραβευμένος με Νόμπελ Φυσικής το 1909 για την ανάπτυξη της ασύρματης τηλεγραφίας. Θεωρείται από τους πρωτοπόρους της ραδιοεπικοινωνίας και πιστώνεται από πολλούς με την ανακάλυψη του ραδιοφώνου.
Το 1894, στα κτήματα πατέρα του, έκανε το πρώτο του πείραμα για την ασύρματη εκπομπή μηνυμάτων σε μεγάλη απόσταση, επηρεασμένος από τις εργασίες των φυσικών Τζέιμς Μάξγουελ, Χάινριχ Χερτζ και Όλιβερ Λοτζ. Δύο χρόνια αργότερα, σε ηλικία 22 ετών, πήγε στο Λονδίνο, όπου βρήκε την υποστήριξη που δεν είχε στην Ιταλία, από τον τεχνικό διευθυντή της ταχυδρομικής υπηρεσίας, σερ Γουίλιαμ Πρις. Στην Αγγλία πήρε και το πρώτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, επιτυγχάνοντας να στείλει σήματα σε απόσταση μεγαλύτερη των 6,5 χλμ. σε πεδινή περιοχή και μεγαλύτερη των 15 χλμ. σε θαλάσσια.
Επέστρεψε στην Ιταλία και τον Ιούνιο του 1897 εγκατέστησε τον πρώτο του επίγειο σταθμό επικοινωνιών στη παραθαλάσσια πόλη Λα Σπέτσια, όπου ναυλοχούσε ο ιταλικός στόλος. Τα πολεμικά πλοία των Ιταλών μπορούσαν πλέον να επικοινωνούν σε απόσταση μεγαλύτερη των 22 χλμ. Για την εμπορική χρήση της εφεύρεσής του βεβαίως ούτε λόγος, τουλάχιστον ώσπου ένας εξάδελφός του, ο Τζέιμσον Ντέιβις, πρακτικός μηχανικός, να αποφασίσει να χρηματοδοτήσει τα πειράματα και τις έρευνές του και να τον βοηθήσει στην ίδρυση της εταιρείας Wireless Telegraph and Signal Company, η οποία το 1900 μετονομάστηκε σε Marconi’s Wireless Company.
To ενδιαφέρον του κόσμου, όμως, για τις δυνατότητες της ραδιοτηλεγραφίας δεν το κέντρισε η ασύρματη επικοινωνία του Πολεμικού Ναυτικού, αλλά ο αθλητισμός. Τον Σεπτέμβριο του 1899 ο Μαρκόνι είχε εξοπλίσει δύο αμερικανικά πλοία, τα οποία παρακολουθούσαν έναν ιστιοπλοϊκό αγώνα του Κυπέλλου Αμερικής κι ενημέρωνε τις εφημερίδες της Νέας Υόρκης για την εξέλιξή του. Το γεγονός προκάλεσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον και οδήγησε στην ίδρυση της εταιρείας American Marconi Company και της Marconi International Marine Communication Company, με σκοπό την εγκατάσταση και τη λειτουργία σταθμών επικοινωνίας μεταξύ πλοίων και παράκτιων σταθμών.
Το 1900 κατοχύρωσε την ευρεσιτεχνία υπ’ αριθμόν 7777 «για τη βελτίωση στις συσκευές ασύρματης τηλεγραφίας», που βασιζόταν στο θεωρητικό έργο του σερ Όλιβερ Λοτζ κι επέτρεπε σε πολλούς σταθμούς να λειτουργούν σε διαφορετικά μήκη κύματος, χωρίς η εκπομπή του ενός να παρεμβάλλεται στην εκπομπή του άλλου. Η στιγμή της μεγάλης δόξας όμως ήρθε όταν, σε πείσμα όσων επιστημόνων υποστήριζαν ότι η καμπυλότητα της επιφάνειας της Γης θα περιόριζε την επικοινωνία με ραδιοκύματα σε απόσταση μεγαλύτερη των 100-200 μιλίων, κατάφερε να στείλει τα σήματά του από την Αγγλία στη Νέα Γη. Εκείνη την ημέρα, 12 Δεκεμβρίου 1901, επινοήθηκε η ραδιοεπικοινωνία και ο Μαρκόνι ήταν ο εφευρέτης της.
Το 1910, μέσω του μαγνητικού φωρατή, που ανακάλυψε, κατάφερε να λάβει σήματα από την Ιρλανδία στο Μπουένος Αϊρες, δηλαδή σε απόσταση 6.000 μιλίων. Ο ασύρματός του είχε πλέον κατακτήσει τη ναυτιλία, αλλά η φαντασία του δεν είχε εξαντληθεί. Το 1916, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, παρατήρησε τα πλεονεκτήματα που είχε η χρήση μικρότερου μήκους κύματος, το οποίο επέτρεπε τη χρήση ανακλαστήρων γύρω από την κεραία. Η πρακτική αξία της παρατήρησης αυτής ήταν ότι η νέα μέθοδος εκπομπής έβαζε φρένο στις υποκλοπές των σημάτων εκ μέρους του εχθρού. Η ανάπτυξη της ασύρματης επικοινωνίας με τα βραχέα κύματα και αργότερα με τα υπερβραχέα είχε αρχίσει και οι βάσεις όλων των σύγχρονων συστημάτων επικοινωνίας για μεγάλες αποστάσεις είχαν τεθεί.
Στις 26 Μαρτίου 1930 πραγματοποίησε το τελευταίο του μεγάλο κατόρθωμα. Από τη Γένοβα της Ιταλίας πέτυχε να ανάψει ασύρματα τα φώτα του Δημαρχείου του Σίδνεϊ στην Αυστραλία, χρησιμοποιώντας ένα «κύμα ενέργειας», όπως το χαρακτήρισε.
Το 1909 τιμήθηκε με το Νόμπελ Φυσικής για την ανάπτυξη της ασύρματης τηλεγραφίας και το 1930 εξελέγη πρόεδρος της Βασιλικής Ακαδημίας της Ιταλίας, με πρόταση του Μουσολίνι, του οποίου υπήρξε θαυμαστής και από το 1923 μέλος του Φασιστικού Κόμματος. Το 1929 ο βασιλιάς της Ιταλίας Βιτόριο Εμανουέλε Γ’ του απένειμε τον τίτλο ευγενείας του μαρκησίου.
Ο Γκουλιέλμο Μαρκόνι πέθανε στη Ρώμη στις 20 Ιουλίου 1937 και κηδεύτηκε με τιμές από την κυβέρνηση Μουσολίνι. Τάφηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στη «γη των ονείρων και της φαντασίας» του, την Μπολόνια. Από τους δύο γάμους που τέλεσε απέκτησε πέντε παιδιά.