Καλλιτέχνιδα μυαλού αλλά και ενστίκτου, έχει δικαιωματικά κερδίσει τον τίτλο μιας από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της 7ης Τέχνης όλων των εποχών στην Ευρώπη. Δεν μασάει τα λόγια της, δεν χαρίζεται σε κανέναν, δεν διστάζει να τολμά. Την είδαμε στο Παρίσι και μας μίλησε για την καινούργια ταινία της «Κυρία Χάιντ»
Οταν πριν από κάτι παραπάνω από 20 χρόνια ο αυστριακός σκηνοθέτης Μίκαελ Χάνεκεέστειλε το σενάριο της ταινίας «Παράξενα παιχνίδια» στην Ιζαμπέλ Ιπέρ ελπίζοντας ότι θα της κινήσει το ενδιαφέρον για τον μοναδικό γυναικείο ρόλο της ταινίας – μια σύζυγο και μητέρα που μαζί με την οικογένειά της αιχμαλωτίζεται και βασανίζεται από δύο νεαρούς αγνώστους μέσα στο ίδιο της το σπίτι – εκείνη το απέρριψε αποκαλώντας το «φρικτό». Πέντε χρόνια αργότερα, το 2001, η ίδια ηθοποιός θα αποσπούσε το βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ των Καννών έχοντας παίξει τον ρόλο του τίτλου στη «Δασκάλα του πιάνου», μια εξουθενωτική αλλά ευφάνταστη μελέτη των γυναικείων νευρώσεων σκηνοθετημένη από τον… Μίκαελ Χάνεκε.
Μια ιστορία χαρακτηριστική για το πώς εργάζεται η Ιζαμπέλ Ιπέρ, την οποία θα δούμε σε μια νέα ταινία της, την «Κυρία Χάιντ» που θα αρχίσει να παίζεται από την Πέμπτη 12 Απριλίου. Αν η Ιπέρ πιστέψει σε κάτι θα το υποστηρίξει με τυφλό πάθος ως το τέλος. Αν όχι, θα το απορρίψει, έστω και αν κάποια στιγμή αργότερα μπορεί και να το μετανιώσει, γιατί αυτό συνέβη με τα «Παράξενα παιχνίδια».
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ έχει δηλώσει ότι «ηθοποιία είναι ένας τρόπος για να εκφράζεις ζωντανά την παράνοιά σου» και θα πρέπει πραγματικά να το πιστεύει. Η φήμη που την ακολουθεί είναι εκείνη μιας αυθεντικά εκκεντρικής, απρόβλεπτης γυναίκας που ως ιδιώτης δεν δίστασε ποτέ να πει αυτό ακριβώς που πιστεύει (ή σχεδόν) και ως επαγγελματίας δεν δίστασε ποτέ να παίξει πράγματα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Είναι 65 χρόνων, πανευτυχής μητέρα τριών παιδιών (η κόρη της Ελιζαμπέτ ακολουθεί τα χνάρια της), έχει ακόμη πολλά να δώσει και ποτέ δεν μπορείς να υποθέσεις τι να περιμένεις από κάθε νέα ταινία της.
Η δρ Ιπέρ και η κυρία Χάιντ
Η «Κυρία Χάιντ» είναι ένα τρανό παράδειγμα. Γυρισμένη από έναν σχετικά άγνωστο σκηνοθέτη, τον Σερζ Μποζόν (στη δεύτερη συνεργασία τους μετά το «Τιp Top»), η ταινία είναι μια πολύ έξυπνη γυναικεία παραλλαγή του γνωστού μύθου «Ο δρ Τζέκιλ και ο κ. Χάιντ», με την Ιπέρ στον ρόλο της κυρίας Τζέκιλ, συνεσταλμένης, φοβισμένης δασκάλας που τα βρίσκει σκούρα από συναδέλφους και μαθητές. Οταν ένας κεραυνός τη χτυπά τα πάντα αλλάζουν. Συνέρχεται εντελώς διαφορετική και η νέα εμφάνισή της θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στις μεθόδους διδασκαλίας της…
Στα σετ των κινηματογραφικών ταινιών η Ιπέρ έχει τη φήμη της άφοβης, ατρόμητης επαγγελματία, που μπορεί να κάνει τα πάντα, όχι όμως χωρίς κόπο. «Η βασική δυσκολία που είχα στην “Κυρία Χάιντ”», θα μου πει πριν από λίγο καιρό στο Παρίσι, όταν τη συνάντησα στο φεστιβάλ της Unifrance, «είναι ότι υποδύομαι μια καθηγήτρια, ότι η ηρωίδα μου ασχολείται με τα μαθηματικά και τη φυσική. Αναγκαστικά πήρα μαθήματα, δεν είμαι επιστήμονας, έπρεπε να μάθω πράγματα. Είναι πολύ δύσκολο να μάθεις κάτι που δεν καταλαβαίνεις. Αρχικώς δεν καταλάβαινα τι έλεγα, τελικά τα κατάλαβα».
Η Ιπέρ πιστεύει ακράδαντα στη χημεία με τον σκηνοθέτη. «Περιμένω να μου δώσει την ελευθερία που χρειάζομαι αλλά συγχρόνως να μου βάλει περιορισμούς. Η ελευθερία μπορεί να γίνει επικίνδυνη αν δεν έχεις κάποιον να σε συγκρατήσει». Και αν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων καταλάβει ότι ο σκηνοθέτης δεν της ταιριάζει; «Δεν μου έχει συμβεί ποτέ, αγαπητέ, για να μπορέσω να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Δεν έχω γυρίσει ποτέ ταινία στην οποία να ένιωσα ότι δεν ταιριάζω με τον σκηνοθέτη. Σε κάποιες περιπτώσεις βεβαίως το φιλμ ίσως να μην ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να είναι, ή, για να το θέσω πιο κομψά, να μην ευχαρίστησε τους πάντες – εξάλλου κανείς δεν είναι τέλειος και ποτέ δεν μπορείς να τους ευχαριστήσεις όλους. Αλλά την ώρα που κάνω την ταινία, δεν έχω νιώσει ποτέ μέσα μου ότι την κάνω με τον λάθος σκηνοθέτη, ή με κάποιον που δεν μου ταιριάζει, πρωτοεμφανιζόμενο ή καταξιωμένο».
Στο σανίδι από μικρό παιδί
Η ηθοποιός που κατέχει τις περισσότερες υποψηφιότητες στα βραβεία Σεζάρ (16) και έχει κερδίσει δύο· για την «Τελετή» του Κλοντ Σαμπρόλ και προσφάτως για το «Εκείνη» του Πολ Βερχόφεν που την οδήγησε για πρώτη φορά και στα Οσκαρ, γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου του 1953 στο Παρίσι και μεγάλωσε στη Βιλ Ντ’ Αβρέ. Η κλίση της προς τις τέχνες φάνηκε από όταν ήταν ακόμη παιδί και καλλιεργήθηκε χάρη στην επιμονή της δασκάλας Αγγλικών μητέρας της, Ανίκ Ιπέρ (σύζυγος του μηχανικού Ρεϊμόν Ιπέρ και μητέρα τεσσάρων κοριτσιών και ενός γιου, του συγγραφέα Ρεμί Ιπέρ). Η Ιζαμπέλ εγγράφηκε στην Conservatoire των Βερσαλλιών και κέρδισε το πρώτο βραβείο για την «Caprice» του Αλφρέντ Ντε Μουσέ. Σύντομα ακολούθησε η Conservatoire d’Art Dramatique και μια λαμπρή καριέρα στο θέατρο, όπου από πολύ νωρίς προκαλούσε πάντα ενθουσιασμό, όπως συνέβη με τη «Φαίδρα» που το 2016 την έφερε στην Ελλάδα.
Αλλά ο κινηματογράφος, τον οποίο λατρεύει, ήταν το κάτι άλλο. Μια από τις πιο ισχυρές υποκριτικές δυνάμεις του ευρωπαϊκού σινεμά των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών, η Ιπέρ έχει παίξει σχεδόν τα πάντα από την εποχή που 16 χρόνων εμφανιζόταν για πρώτη φορά στον κινηματογράφο στον ρόλο της έφηβης «Faustine». Χαρακτηριστικά παραδείγματα: πόρνη για τον Ζαν Λικ Γκοντάρ στο «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω» (1979) και πάμπολλες φορές μούσα του Σαμπρόλ, σε θρίλερ («Violette noziere», 1978), σε δράμα εποχής «Μαντάμ Μποβαρί» (1981), σε αισθηματική κομεντί («Une affaire de femmes», 1988) και σε αστυνομική κομεντί («Ευχαριστώ για τη σοκολάτα», 2000). Μάλιστα, όταν κάνω το λάθος να αποκαλέσω τον Κλοντ Σαμπρόλ «πατέρα της» και ότι ως σκηνοθέτης ασκούσε κριτική στη γαλλική μπουρζουαζία, η Ιπέρ είχε ένσταση και στα δύο! «Οχι πατέρας μου! Εχω πατέρα! Μου αρέσει να τον αποκαλώ θείο. Και για να το ξεκαθαρίσουμε, ο Σαμπρόλ, όπως και ο Χάνεκε, δεν μισούσε την μπουρζουαζία. Αυτοί οι καλλιτέχνες τη χρησιμοποιούν ως εργαλείο για να παρουσιάσουν κάποια θέματα που τους ενδιαφέρουν!».
Στο «Λουλού» (1979) του Μορίς Πιαλά ήταν η παγερή ψηλομύτα που διατηρούσε σχέση με ένα κτήνος του σεξ (Ζεράρ Ντεπαρντιέ) απλώς και μόνο για τη σαρκική της απόλαυση. Απέδωσε άψογα την «Κυρία με τις καμέλιες» σε μια αξιομνημόνευτη ταινία του Μάουρο Μπολονίνι παραγωγής 1980. Και φυσικά, έπαιξε την πιο γοητευτική από τις «8 γυναίκες» του Φρανσουά Οζόν. Μέσα σε όλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε και την απόπειρα της Ιπέρ να ακολουθήσει καριέρα στην Αμερική. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 άνοιξε τα φτερά της στο Χόλιγουντ αλλά έπεσε θύμα της πρώτης κιόλας ταινίας της, «Η πύλη της Δύσης» του Μάικλ Τσιμίνο ήταν μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές αποτυχίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Η μπόρα πήρε και την Ιπέρ που βρέθηκε πίσω στη Γαλλία. Αποκαλεί την πατρίδα της «φυσικό μου χώρο».
Προσεκτική στην έκθεση
Ομως η Ιζαμπέλ Ιπέρ είναι επίσης μια καλλιτέχνιδα πολύ προσεχτική στην έκθεση. Σε μια παλαιότερη συνέντευξή μας σχετική με την ταινία «Κεχαριτωμένη Μαρία» του Μάρκο Μπελόκιο, που πραγματεύεται το θέμα της ευθανασίας, την είχα ρωτήσει αν το ίδιο το θέμα την απασχόλησε ποτέ προσωπικά. «Δεν νομίζω ότι είναι πρέπον να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση» είχε πει. «Δεν έκανα προσωπικές σκέψεις για να παίξω τον ρόλο μου, η ταινία από μόνη της βγάζει αρκετά ερωτήματα ώστε ο κόσμος να σκεφτεί. Αν μου ζητήσουν να παίξω έναν γκάνγκστερ, δεν θα ήταν ανάγκη να έχω τη σκοπιά του για να το κάνω».
Σήμερα, κληθείσα να σχολιάσει τον πυρετό της πολιτικής ορθότητας που στην Αμερική έχει ενοχοποιήσει το φλερτ αλλά και την απόφαση της Κατρίν Nτενέβ να προσυπογράψει την επιστολή διαμαρτυρίας κατά του #MeToo, η Ιπέρ δεν κρύβει την ενόχλησή της από την ερώτηση αλλά απάντησε: «Καταλαβαίνω γιατί η Κατρίν το υπέγραψε αλλά πιστεύω πως ό,τι και αν συμβεί τώρα θα είναι προβλέψιμο. Στη Γαλλία λέμε “δεν φτιάχνεις ομελέτα χωρίς να σπάσεις αβγά”. Σε αυτά τα πράγματα συνήθως το ταξίδι είναι μακρύ και πολλά πράγματα πρέπει να συμβούν. Ολη αυτή η θύελλα που προκλήθηκε στον κόσμο των κινηματογραφικών επιχειρήσεων έχει ένα καλό: ξύπνησε συνειδήσεις γυναικών που ίσως να μην είχαν την ίδια δύναμη με άλλους ανθρώπους του χώρου». Δεν πιστεύει όμως ότι η συνεργασία ανδρών και γυναικών στον κινηματογράφο θα επηρεαστεί από αυτή την κατάσταση.
Η πραγματικότητα και το σινεμά
Ως επαγγελματίας η Ιζαμπέλ Ιπέρ δεν νιώθει ότι ανήκει στους ηθοποιούς που όταν αναλαμβάνουν έναν ρόλο απομονώνονται και κλείνονται στον εαυτό τους, που είναι μόνον αυτοί και οι ήρωές τους. Οποτε γυρίζω μια ταινία συμπεριφέρομαι απολύτως φυσιολογικά» είπε. «Διαβάζω εφημερίδες, κάνω ό,τι κάνω στην καθημερινότητά μου, πίνω καφέ με τα παιδιά μου. Δεν πιστεύω, όπως αρκετοί, ότι το σινεμά σε απομακρύνει από την πραγματικότητα· θα έλεγα ότι συμβαίνει το αντίθετο. Αλλά βεβαίως έχω τη δυνατότητα να κατασκευάσω την προσωπική, μικρή φούσκα μου ενόσω βρίσκομαι στην πραγματικότητα. Και μέσα σε αυτή τη μικρή φούσκα επεξεργάζομαι αυτό που με έχουν καλέσει να κάνω».
Για την ακρίβεια, η Ιζαμπέλ Ιπέρ λέει ότι δεν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό της να ζει χωρίς να ανοίγει καθημερινά τη «Le Monde» και τη «Liberation», τις αγαπημένες της εφημερίδες. «Και την “Les in rocks”… Αλλά τις διαβάζω όλες, είμαι μια φαγάνα της ανάγνωσης!».Αναρωτιέται κανείς τι καινούργιο αναζητεί σήμερα η Ιζαμπέλ Ιπέρ που εξακολουθεί να είναι τόσο παραγωγική παίζοντας με βουλιμία σε τόσες πολλές ταινίες. «Δεν έχω όνειρα, έχω επιθυμίες, αλλά την ίδια ώρα πιστεύω πολύ στο σινεμά» θα πει ρουφώντας προσεχτικά μια γουλιά από τον καπουτσίνο της. «Πιστεύω ότι το σινεμά είναι ένα μέσον που μπορεί να ανανεώνεται διαρκώς, έχει ακόμη αυτή τη δύναμη, μια τρομακτική δύναμη που με μαγεύει».
Κλείνοντας θα τη ρωτήσω αν σήμερα θα έκανε μια ταινία με τον
Γούντι Αλεν. Ενα χρόνο πριν η Ιπέρ είχε δηλώσει ότι ο Αλεν δεν ξέρει τι χάνει που δεν την έχει καλέσει σε ταινία του. Σήμερα, η απάντησή της ήταν: «
Προς το παρόν δεν με έχει καλέσει, άρα δεν μπορώ να σας πω».
Πού και πότε
Η ταινία «Κυρία Χάιντ» θα παίζεται στην Ελλάδα από την Πέμπτη 12 Απριλίου σε διανομή Σπέντζος Φιλμ, την οποία ευχαριστούμε για αυτή τη συνέντευξη.
tovima.gr