Φέλιξ Μέντελσον – Μπαρτόλντι (1809 – 1847)
Το 1811 η οικογένεια μετακόμισε στο Βερολίνο, όπου ο νεαρός Φέλιξ άρχισε να μαθαίνει πιάνο μαζί με τη Φάνυ, παράλληλα με τα μαθήματα ζωγραφικής και λογοτεχνίας που λάμβανε. Έτσι, η προσωπικότητά του αναπτύχθηκε με βαθιά γνώση της τέχνης, με τη μελέτη και τη μάθηση. Συνέχισε τις σπουδές πιάνου στο Παρίσι, όπου άρχισε να συνθέτει. Οι γονείς του δεν βλέπουν θετικά την προοπτική να γίνει ο γιος τους μουσικός. Φαντάζονται για εκείνον μια καριέρα σύμφωνη με τις παραδόσεις της οικογένειας Μέντελσον. Αλλάζουν γνώμη, όταν ο μέγας εκείνη την εποχή Λουίτζι Κερουμπίνι διαβάζει προσεκτικά κάποιες συνθέσεις του Φέλιξ και αποφαίνεται: «Αυτό το αγόρι είναι πλούσιο, θα πάει καλά, ήδη πηγαίνει πολύ καλά».
Η πρώτη δημόσια εμφάνιση του Μέντσελσον έγινε στο Βερολίνο το 1818, σε ηλικία 9 ετών. Το 1821 γνωρίστηκε με τον Γκαίτε και μεταξύ του γηραιού συγγραφέα και του νεαρού μουσικού αναπτύχθηκε μία δυνατή φιλία. «Ο Φέλιξ είναι ένα παιδί θαύμα. Διαθέτει μια ενήλικη γλώσσα και όχι τα μουρμουρίσματα ενός παιδιού. Μπορούμε να τον συγκρίνουμε με τον μικρό Μότσαρτ για όσα έχει ήδη καταφέρει» δηλώνει με θαυμασμό ο Γκαίτε. Ο νεαρός μουσικός αισθάνεται πολύ υπερήφανος για το ενδιαφέρον του Γκαίτε και του αφιερώνει το «Κουαρτέτο σε σι μινόρε».
Το 1825 και σε ηλικία 16 ετών, οπότε έγραψε το «Οκτέτο για έγχορδα», εθεωρείτο ήδη ένας ολοκληρωμένος συνθέτης. Τον επόμενο χρόνο παρουσίασε την «Εισαγωγή στο “Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας”», στο οποίο οι μουσικοκριτικοί ανακάλυψαν ένα πρωτοπόρο συνθέτη και μια μουσική γεμάτη κομψότητα και γοητεία. Δεκαέξι χρόνια αργότερα έγραψε μουσική για το έργο αυτό του Σαίξπηρ, στο οποίο περιλαμβάνεται και το δημοφιλές Γαμήλιο Εμβατήριο, που δεν λείπει από κανένα γάμο σήμερα.
Στις 11 Μαρτίου 1829 ο Μέντελσον διηύθυνε την πρώτη μετά τον θάνατο του Μπαχ εκτέλεση του αριστουργήματός του «Τα κατά Ματθαίον Πάθη», συμβάλλοντας, πρώτος αυτός, στην αναβίωση του Μπαχ, η μουσική του οποίου είχε περιπέσει σε λήθη μετά τον θάνατό του το 1750. Από τότε, ο Μπαχ τιμήθηκε, θαυμάστηκε και αγαπήθηκε σε όλο τον κόσμο και αναγνωρίστηκε ως ένας από τους πυλώνες της Δυτικής Μουσικής.
Ο Μέντελσον ήταν τέρας μνήμης. Όταν ήρθε η ώρα να διευθύνει για πρώτη φορά τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» ανακάλυψε ότι στο αναλόγιο είχε λάθος παρτιτούρα. Κανένα πρόβλημα. Σήκωσε τη μπαγκέτα του κι άρχισε να διευθύνει το έργο του Μπαχ, γυρίζοντας τις σελίδες της υποτιθέμενης παρτιτούρας, ώστε να μην ανησυχήσουν οι μουσικοί. Τα κατάφερε να διευθύνει ολόκληρα τα «Κατά Ματθαίον Πάθη», διάρκειας άνω των δύο ωρών, από μνήμης και χωρίς λάθη.
Την άνοιξη του 1829 πραγματοποίησε το πρώτο ταξίδι του στη Μεγάλη Βρετανία, όπου διηύθυνε τη «Συμφωνία σε ντο Ελάσσονα». Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς επέστρεψε και επισκέφθηκε τη Σκωτία, όπου εμπνεύστηκε την «Εισαγωγή: Εβρίδες» και τη «Συμφωνία αρ. 3», γνωστή και ως «Σκωτική ».
Από το 1830 έως το 1832 ταξίδεψε στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ιταλία και την Ελβετία, για να καταλήξει και πάλι στο Λονδίνο, όπου ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Εκεί πρωτοπαρουσίασε τη «Συμφωνία αρ. 4», γνωστή και ως «Ιταλική», ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του, και δημοσίευσε το πιανιστικό «Τραγούδια χωρίς λόγια».
Κατά την παραμονή του στη Ρώμη γνωρίζει το Έκτωρ Μπερλιόζ, τη μουσική του οποίου δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα. «Ο Μπερλιόζ είναι μία καρικατούρα χωρίς ίχνος ταλέντου, που γράφει απαίσια μουσική» σχολιάζει δηκτικά σε μια ομήγυρη. Και σε κάποια άλλη περίπτωση: «Όταν πιάνεις μια παρτιτούρα του Μπερλιόζ οφείλεις να πλένεις τα χέρια σου μετά». Αισθήματα αντιπάθειας έτρεφε και για το έργο του Τζιάκομο Μαγερμπέερ, παρότι τους συνέδεε συγγένεια. Όταν κάποτε του είπε ότι έμοιαζε με τον Μαγερμπέερ, αυτός έσπευσε να κόψει τα μαλλιά του και να αλλάξει κόμμωση.
Το 1835 ο Φέλιξ Μέντελσον ανέλαβε τη διεύθυνση της περίφημης ορχήστρας Γκεβαντχάους της Λειψίας, την οποία ανέδειξε σε μια πρώτης τάξεως ορχήστρα και την πόλη όπου μεγαλούργησε ο Μπαχ σε μουσικό κέντρο της Γερμανίας. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τους Σοπέν, Λιστ και Σούμαν.
Το 1836 γνώρισε τη 16χρονη Σεσίλ Ζανρενό, κόρη προτεστάντη ιερωμένου, την οποία παντρεύτηκε στις 28 Μαρτίου 1837. Έζησαν μία ήσυχη και ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή με τα πέντε παιδιά τους. Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε το «Κοντσέρτο για βιολί», το οποίο τον απασχόλησε για έξι χρόνια, γεγονός ασυνήθιστο γι’ αυτόν που ολοκλήρωνε με ευκολία τα έργα του.
Το 1846 επέστρεψε στο Λονδίνο για να παρουσιάσει το ορατόριο «Ηλίας», που του χάρισε ένα ακόμη θρίαμβο. Όμως, ο θάνατος της αγαπημένης του αδελφής Φάνυ τον Μάιο του 1847 τον κατέβαλε ψυχικά. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν και στις 4 Νοεμβρίου 1847 πέθανε στη Λειψία από εγκεφαλικό επεισόδιο, όπως ο παππούς του, ο πατέρας του και η αδελφή του.
Ο Μέντελσον υπήρξε ένας από τους ελάχιστους συνθέτες που απέκτησαν φήμη και περιουσία, χωρίς να χρειαστεί να πεθάνουν πρώτα. Η επιτυχία του και οι εβραϊκές του ρίζες ενόχλησαν τον Βάγκνερ, ο οποίος τρία χρόνια αργότερα δημοσίευσε την αντιεβραϊκή μπροσούρα «Η Εβραϊκότητα στη Μουσική». Ήταν η πρώτη προσπάθεια να μειωθεί η σημασία του έργου του Μέντελσον, που κορυφώθηκε με την απαγόρευση των έργων του στη Ναζιστική Γερμανία. Τα τελευταία πενήντα χρόνια, το έργο του έχει επανεκτιμηθεί και επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο, όχι μόνο για τις δημοφιλείς συνθέσεις του, όπως το «Κοντσέρτο για βιολί» και η «Ιταλική Συμφωνία», αλλά και για λιγότερο γνωστά, όπως το ορατόριο «Ηλίας».
Σημαντικά έργα του Μέντελσον
- «Τραγούδια χωρίς λόγια», πιανιστικές μινιατούρες σε οκτώ βιβλία.
- «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας», μουσική για το ομώνυμο θεατρικό του Σαίξπηρ.
- Κοντσέρτο για βιολί
- Εισαγωγή: «Εβρίδες»
- Συμφωνία αρ. 3 «Σκωτική»
- Συμφωνία αρ. 4 «Ιταλική»
- Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1
- Οκτέτο για έγχορδα
- Ορατόριο «Ηλίας»