Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
Εμβληματικός άγγλος μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και ποιητής, που τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1907, σε ηλικία μόλις 42 ετών.
Εμβληματικός άγγλος μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και ποιητής, που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1907, σε ηλικία μόλις 42 ετών. Στο ελληνικό κοινό είναι γνωστός κυρίως για το παραινετικό ποίημά του «Αν» («If-») , τη συλλογή διηγημάτων «Το Βιβλίο της Ζούγκλας» («The Jungle Book») με ήρωα τον Μόγλη, που ενέπνευσε τον ιδρυτή του Προσκοπισμού Μπέιντεν – Πάουελ στη δημιουργία των «Λυκόπουλων» και τη νουβέλα «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» («The Man Who Would Be King»), που μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Τζον Χιούστον το 1975.
Ο Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (Joseph Rudyard Kipling) γεννήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1865 στη Βομβάη της Βρετανικής Ινδίας, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως έφορος του μουσείου της Λαχώρης. Ο Τζον Λόκγουντ Κίπλινγκ ήταν καλλιτέχνης και λόγιος και άσκησε αξιοσημείωτη επίδραση στο έργο του.
Μετά την αποφοίτησή του, ο Κίπλινγκ ξαναγύρισε στις Ινδίες (1882) και εργάστηκε επτά χρόνια ως δημοσιογράφος. Οι γονείς του, αν και δεν κατείχαν επίσημη θέση, ανήκαν στα υψηλότερα στρώματα της αγγλο-ινδικής κοινωνίας κι έτσι ο Ράντγιαρντ είχε τη δυνατότητα να εξερευνήσει αυτό τον τρόπο ζωής σε όλο του το φάσμα. Το 1886 δημοσίευσε τα «Τραγουδάκια της υπηρεσίας» (1888), τα «Απλά παραμύθια από τους λόφους» και μεταξύ 1887 και 1889 έξι τόμους διηγημάτων.
Όταν το 1889 γύρισε στην Αγγλία, η φήμη του είχε ήδη προηγηθεί και μέσα σ’ ένα χρόνο είχε αναγνωριστεί ως ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους της εποχής του. Η φήμη του μεγάλωσε ακόμη πιο πολύ, όταν το 1892 δημοσιεύθηκαν οι «Μπαλάντες από το δωμάτιο ενός στρατώνα». Μετά τον Λόρδο Βύρωνα, κανένας άγγλος ποιητής δεν είχε αποκτήσει τόση φήμη με τέτοια ταχύτητα. Το 1892 νυμφεύθηκε την αμερικανίδα Καρολάιν Μπαλεστιέρ, αδελφή του αμερικανού εκδότη Γουόλκοτ Μπαλεστιέρ, με τον οποίο είχε συνεργαστεί σ’ ένα αποτυχημένο ρομάντζο. Το νεαρό ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο Βερμόντ, αλλά δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στον αμερικάνικο τρόπο ζωής κι επέστρεψε στην Αγγλία το 1896.
Το 1902 ο Κίπλινγκ αγόρασε ένα σπίτι στο Μπέργουος του Σάσεξ, το οποίο έγινε η κατοικία του μέχρι το θάνατό του. Το Σάσεξ έδωσε το φόντο σε πολλά μεταγενέστερα κείμενά του, ιδιαίτερα στα: «Ο Πακ από τον λόφο Πουκ» (1906), το «Ανταμοιβές και Νεράιδες» (1910), δύο βιβλία τα οποία παρουσιάζουν δραματοποιημένα με απλό τρόπο γεγονότα της αγγλικής ιστορίας, ενώ ταυτόχρονα εκφράζουν μερικούς από τους βαθύτερους στοχασμούς του.
Το 1907 τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας σε ηλικία 42 ετών και μέχρι σήμερα παραμένει ο νεώτερος κάτοχος του βραβείου. Τρία χρόνια αργότερα δημοσίευσε το ποίημα του «Αν» («If-»), με τις παραινέσεις ενός πατέρα προς τον γιο του, που αποτελεί μέχρι σήμερα το σήμα κατατεθέν της ποίησής του. Το 1915 έχασε τον μοναχογιό του Τζον (1897-1915), στα πεδία των μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο αργότερα του αφιέρωσε το ποίημα «My Boy Jack». Νωρίτερα είχε χάσει και την πρωτότοκη κόρη του Τζόζεφιν σε ηλικία επτά ετών (1892-1899), ενώ η Τζέσι (1896-1976) ήταν το μόνο παιδί του που επέζησε του θανάτου του, που επισυνέβη στις 18 Ιανουαρίου 1936.
«Προφήτη του Βρετανικού Ιμπεριαλισμού» τον αποκάλεσε ένας άλλος σπουδαίος άγγλος συγγραφέας, ο Τζορτζ Όργουελ, που ήταν θαυμαστής του έργου του. «Λάτρευα τον Κίπλινγκ στα 13, τον μισούσα στα 17, τον απολάμβανα στα 20, τον περιφρονούσα στα 25 και τώρα μάλλον τον θαυμάζω πάλι». Η αμφίθυμη αυτή στάση για το έργο και την προσωπικότητα του Κίπλινγκ, τον ακολουθεί μέχρι της μέρες μας.
Αρκετοί μελετητές του έργου του επισημαίνουν ότι δεν θα πρέπει να απορρίψει κανείς τις πεποιθήσεις του αυτές με ευκολία. Ήταν συνδεδεμένες με μία πραγματική πίστη στην αποστολή του πολιτισμού στην εποχή της ακμής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, η οποία απαιτούσε από κάθε Άγγλο και γενικότερα κάθε Λευκό να μεταφέρει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό στους άγριους ιθαγενείς του μη πολιτισμένου κόσμου.