Ογκίστ Ροντέν (1840 – 1917)
Αυτοδίδακτος Γάλλος γλύπτης, που θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ανδριαντοποιούς στην ιστορία της γλυπτικής. Με το έργο του επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη γλυπτική του 20ού αιώνα.
Έτσι αποφάσισε να ασχοληθεί με τη διακοσμητική γλυπτική για το προς το ζην. Στην πορεία άρχισε να συνεργάζεται με τον γλύπτη Καριέ-Μπελέζ (1824-1887) και το 1864 υπέβαλε το πρώτο έργο του με τίτλο Ο άνθρωπος με τη σπασμένη μύτη, το οποίο απορρίφθηκε. Την ίδια χρονιά γνώρισε τη Ροζ Μπερέ (1840-1917), μια ταπεινή ράφτρα, η οποία έγινε η μόνιμη σύντροφός της ζωής του, παρά τις πάμπολλες απιστίες του Ροντέν και παρότι την παντρεύτηκε μόλις δύο εβδομάδες πριν από τον θάνατό της. Το ζευγάρι απέκτησε ένα παιδί, τον Ογκίστ-Εζέν Μπερέ (1866-1934). Δύο χρόνια νωρίτερα, ο Ροντέν είχε χάσει την αδελφή του Μαρί από περιτονίτιδα και προς στιγμήν σκέφτηκε να γίνει ιερωμένος, αλλά η γνωριμία του με τη Ροζ τού αναπτέρωσε το ηθικό και τον έκανε να ασχοληθεί ψυχή τε και σώματι με τη γλυπτική. Το 1870 κλήθηκε στα όπλα, όταν ξέσπασε ο Γαλλο-Πρωσσικός Πόλεμος (1870-1871), αλλά γρήγορα αποστρατεύτηκε, λόγω μυωπίας. Το 1871 εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες και ως βοηθός του Καριέ- Μπελέζ ασχολήθηκε με τη διακόσμηση δημοσίων κτιρίων. Όταν ο εργοδότης του τον απέλυσε άρχισε να φιλοτεχνεί χάλκινα διακοσμητικά έργα.
Το 1875 ήταν μια χρονιά καθοριστική για τον καλλιτέχνη. Μέχρι τότε δεν είχε διαμορφώσει μια προσωπική τεχνοτροπία, εξαιτίας της ενασχολήσής του με τη διακοσμητική γλυπτική. Εκείνη τη χρονιά επισκέφθηκε την Ιταλία και η γνωριμία του με το έργο του Μιχαήλ Άγγελου και του Ντονατέλο τον απομάκρυνε από τον ακαδημαϊσμό, με τον οποίο συνδεόταν η μέχρι τότε δουλειά του. Κάτω από τις επιδράσεις αυτές δημιούργησε το πρώτο του πρωτότυπο έργο, τον Ηττημένο, που προκάλεσε σκάνδαλο στους καλλιτεχνικούς κύκλους των Βρυξελλών και των Παρισίων, όπου εκτέθηκε το 1877 με την ονομασία Η Εποχή του Χαλκού. Ο ρεαλισμός του έργου ερχόταν σε τόσο μεγάλη αντίθεση με τα αγάλματα των συγχρόνων του, ώστε να κατηγορηθεί ότι έφτιαξε το καλούπι του πάνω σε ζωντανό άνθρωπο.
Το 1877 επέστρεψε στη Γαλλία και πήρε μια παραγγελία για ένα άγαλμα στο Δημαρχείο του Παρισιού. Τον επόμενο χρόνο κατασκεύασε τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, ένα έργο που επαινέθηκε και μαζί με την Εποχή του Χαλκού εκτόξευσαν τη φήμη του σε ηλικία 40 ετών. Κάποιες κρατικές παραγγελίες που ήλθαν μαζεμένες, τον ανακούφισαν οικονομικά και του δημιούργησαν την άνεση να ανοίξει δύο εργαστήρια. Μία από αυτές τις παραγγελίες ήταν και η χάλκινη θύρα για το μελλοντικό Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών και επρόκειτο να αποτελέσει το μεγαλόπνοο έργο της ζωής του. Μολονότι η παράδοση της θύρας προβλεπόταν για το 1884, παρέμεινε ημιτελής έως το τέλος της ζωής του. Το θέμα σκηνών της χάλκινης θύρας ήταν εμπνευσμένο από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη και παρέμεινε γνωστή ως Η Πύλη της Κολάσεως. Τμήμα του έργου ήταν και ο περίφημος Σκεπτόμενος, ένα άγαλμα που είχε αρχικά σχεδιαστεί ως καθιστός ανδριάντας του Δάντη για το επάνω μέρος της θύρας.
Το 1884 η πόλη του Καλέ του ανέθεσε να κατασκευάσει ένα μνημείο, που θα απαθανάτιζε τη θυσία των αστών της, οι οποίοι προσέφεραν τους εαυτούς τους ως ομήρους στον βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδο Γ’, προκειμένου αυτός να λύσει την πολιορκία της λιμοκτονούσας πόλης το 1347. Ο Ροντέν ολοκλήρωσε μέσα σε δύο χρόνια το γλυπτό Οι Αστοί του Καλέ, αλλά τα αποκαλυπτήριά του έγιναν μόλις το 1895. Το 1913, ένα χάλκινο εκμαγείο του έργου στήθηκε στους κήπους του Βρετανικού Κοινοβουλίου στο Λονδίνο, σε ανάμνηση της βασίλισσας της Αγγλίας που είχε πείσει τον σύζυγό της, βασιλιά Εδουάρδο, να δείξει επιείκεια στους ήρωες.
Σε μια εποχή δόξας και θριάμβων για τον καλλιτέχνη, η προσωπική του ζωή υπήρξε πολυτάραχη, εξαιτίας των πολυάριθμων ερωτικών δεσμών του. Γύρω στο 1885 συνδέθηκε ερωτικά με τη νεαρή μαθήτριά του Καμίγ Κλοντέλ (1864-1943), αδελφή του ποιητή Κλοντ Κλοντέλ. Το θυελλώδες ειδύλλιό τους είχε τραγική κατάληξη, με την κρίση τρέλας της Καμίγ το 1896. Την περίοδο αυτή ο Ροντέν φιλοτέχνησε πολλά γλυπτά συμπλέγματα ζευγαριών, με πιο αισθησιακό Το Φιλί, που θεωρείται από πολλούς το αριστούργημά του.
Το 1886 έλαβε την παραγγελία για ένα άγαλμα του Βίκτωρος Ουγκό στο Παρίσι. Το πρώτο σχέδιο με τον ποιητή γυμνό, προκάλεσε σκάνδαλο και εγκαταλείφθηκε. Μόλις το 1909 μια δεύτερη παραλλαγή του ανδριάντα με τον Ουγκό γυμνό, αλλά καθιστό, έγινε αποδεκτό και τοποθετήθηκε στη στοά Παλέ Ρουαγιάλ στο Παρίσι. Νέες περιπέτειες στον Ροντέν δημιούργησε το 1891 μια παραγγελία της Εταιρείας Λογοτεχνών για ένα άγαλμα του συγγραφέα Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Ο Ροντέν προσπάθησε να αποδώσει ρεαλιστικά το ογκώδες και κακοφτιαγμένο σώμα του διάσημου συγγραφέα και ύστερα από πολλές δοκιμές παρουσίασε ένα πρόπλασμα του αγάλματος με τον Μπαλζάκ τυλιγμένο με μία ρόμπα. Η καθυστέρηση της παραγγελίας και η καλλιτεχνική του άποψη τον έφεραν σε ρήξη με τους παραγγελιοδότες. Ο Ροντέν επέστρεψε τα χρήματα και πήρε πίσω το πρόπλασμα. Ο ανδριάντας του Μπαλζάκ στήθηκε τελικά το 1939, 22 χρόνια μετά τον θάνατο του Ροντέν, στη διασταύρωση της Μονμάρτης.
Το 1900 στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, που συνέπεσε με τους δεύτερους Ολυμπιακούς Αγώνες, στήθηκε ένα περίπτερο με 150 γλυπτά και σχέδια του Ροντέν, επιβεβαιώνοντας την παγκόσμια φήμη του. Τα επόμενα χρόνια έλαβε πληθώρα παραγγελιών από τις ΗΠΑ, Αγγλία, Αυστρία, Γερμανία και Γαλλία. Ο ίδιος λειτουργούσε περισσότερο ως εργολάβος γλυπτικής, παρά ως γλύπτης. Έφτιαχνε μόνο τα προπλάσματα των έργων του στο εργαστήριό του στο Μεντόν και οι πολυάριθμοι βοηθοί του (ανάμεσά τους και ο μετέπειτα διάσημος γλύπτης Κονσταντίν Μπρανκούζι) αναλάμβαναν την ολοκλήρωση του έργων κάτω από την καθοδήγησή του. Το 1907 το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης τον ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορα, πιστοποιώντας τη μεγάλη φήμη του στην Αγγλία.
Το 1908 ήρθε σε συμφωνία με το γαλλικό κράτος, το οποίο αγόρασε το Μέγαρο Μπιρόν, ένα από τα ωραιότερα παρισινά κτίρια του 18ου αιώνα, το οποίο μετατράπηκε σε Μουσείο Ροντέν, με αντάλλαγμα τη δωρεά όλων των έργων του στο γαλλικό κράτος. Ο Ροντέν εκτός από τη γλυπτική ασχολήθηκε με τις εικονογραφήσεις βιβλίων, τη χαρακτική και τη φιλοτέχνηση αμέτρητων σχεδίων με γυναικεία γυμνά. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τα βιβλία Στην Αφροδίτη της Μήλου (1910), Η Τέχνη (1911) και Οι Καθεδρικοί Ναοί της Γαλλίας (1914).
Στις αρχές του 1917 προσβλήθηκε από σοβαράς μορφής γρίπη, που τον κατέβαλλε. Στις 29 Ιανουαρίου παντρεύτηκε την επί 53 χρόνια σύντροφό του Ροζ Μπερέ, η οποία πέθανε δύο εβδομάδες αργότερα, στις 16 Φεβρουαρίου. Στις 17 Νοεμβρίουήταν η σειρά του Ογκίστ Ροντέν να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, σε ηλικία 77 ετών. Τάφηκε στο εργαστήριό του στο παρισινό προάστιο του Μεντόν.