Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου (1867 – 1906)
Ελληνίδα λογία, διηγηματογράφος και παιδαγωγός. Θεωρείται η πρώτη ελληνίδα πεζογράφος και λογοτεχνικά ανήκει στη γενιά του 1880.
Φοίτησε ως οικότροφος στο παρθεναγωγείο «Παλλάς» της Κωνσταντινούπολης και το 1886 πήρε πτυχίο δασκάλας. Οι προοδευτικές παιδαγωγικές της αντιλήψεις προκάλεσαν ρήξη με την καθηγήτριά της Σαπφώ Λεοντιάδου και της στέρησαν την ευκαιρία υποτροφίας για σπουδές στο εξωτερικό.
Αμέσως μετά εργάστηκε σε σχολεία της περιφέρειας της Κωνσταντινούπολης, αλλά η στροφή της προς τη δημοτική γλώσσα προκάλεσε την πολεμική των συντηρητικών κύκλων και τον αποκλεισμό της από τα σχολεία της περιφέρειας της Πόλης, με απόφαση της Πατριαρχικής Κεντρικής Εκκλησιαστικής Επιτροπής. Από το 1897 έως το 1899 εργάστηκε στο Παρθεναγωγείο της Σηλυβρίας στην Ανατολική Θράκη, όπου ανέπτυξε εθνική δράση με το εκπαιδευτικό και πολιτιστικό έργο της.
Ακολούθως κατέφυγε στο Βουκουρέστι και ως το 1902 παρέδιδε μαθήματα κατ’ οίκον σε παιδιά πλουσίων ομογενών και συνεργαζόταν με το κοινοτικό παρθεναγωγείο «Ευαγγελισμός». Παράλληλα, παρακολουθούσε μαθήματα φιλοσοφίας και αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της πόλης και συνέχιζε να δημοσιεύει κείμενά εθνικού περιεχομένου στον τοπικό Τύπο. Από το Βουκουρέστι ταξίδεψε αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και τη Βιέννη και κατέληξε στη Θεσσαλονίκη, όπου από το 1905 ως το 1906 ανέλαβε τη διεύθυνση του «Πρακτικού Παρθεναγωγείου» του Στέφανου Νούκα.
Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου πρωτοπαρουσιάστηκε στο χώρο των γραμμάτων το 1888 με τη δημοσίευση της έμμετρης κωμωδίας «Λαχειοφόρον Γραμμάτιον» στο «Ημερολόγιον των Κυριών» της Κωνσταντινούπολης (1888-1889), του οποίου υπήρξε συνεκδότις. Το 1889 πραγματοποίησε την πρώτη της έκδοση, με τη συλλογή διηγημάτων «Δεσμίς διηγημάτων», την οποία προλόγισε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων «Διηγήματα. Μέρος Α’» (1891) και η νουβέλα «Ημερολόγιον της δεσποινίδος Λεσβίου» (1894).
Το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού, αλλά και του χρονογραφικού και αρθρογραφικού έργου της, δημοσίευσε στο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης «Φιλολογική Ηχώ» κατά τη διετία 1896-1897, περίοδο κατά την οποία αναμείχθηκε και στο δημοτικιστικό κίνημα. Συχνά υπέγραφε με ψευδώνυμα, όπως Σατανίσκη, Βοσπορίς και Θρακοπούλα. Συνεργάστηκε, επίσης, με εφημερίδες και περιοδικά της Κωνσταντινούπολης και της Αθήνας.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ταλαιπωρήθηκε από προβλήματα υγείας. Έπασχε από καρκίνο του στομάχου και πέθανε στο νοσοκομείο του Επταπυργίου της Κωνσταντινούπολης στις 8 Μαρτίου 1906, σε ηλικία 39 ετών.
Το αφηγηματικό έργο της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου τοποθετείται χρονικά στην πεζογραφική παραγωγή της λεγόμενης γενιάς του 1880, η οποία εκπροσώπησε την άνθιση του πεζού – ιδιαίτερα του διηγηματικού – λόγου στη χώρα μας. Ωστόσο, το έργο της αποκλίνει από την κυρίαρχη για την εποχή τάση της λυρικής ηθογραφίας στον ελληνικό πεζό λόγο. Βασικός άξονας της γραφής της Παπαδοπούλου είναι ο κοινωνικός και πολιτικός προβληματισμός, ενώ η τεχνοτροπία της κινείται στα πλαίσια του ρεαλισμού και της ψυχογραφικής διείσδυσης.
Τα πιο συνηθισμένα μοτίβα που κυριαρχούν στο έργο της είναι: ορφάνια, απονιά, συζυγική αφοσίωση και απιστία, προίκα και γάμος, οικιακά έργα και χειραφέτηση. Οραματίζεται ένα κόσμο ηθικό και νιώθει την ανάγκη να καυτηριάσει την ανηθικότητα. Κάποτε, μάλιστα, γίνεται αφοριστικά αυστηρή, καθώς παίρνει το φραγγέλιο κατά των κυριών της εποχής της, ενώ είναι εμφανής η τάση της για διδακτισμό.