Αλέκα Κατσέλη (1917 – 1994)
Διακεκριμένη ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, ειδικευμένη στο αρχαίο δράμα. Για πολλά χρόνια (1936-1964) συμμετείχε ως ιέρεια και πρωθιέρεια στις τελετές αφής της Ολυμπιακής Φλόγας.
Πρωτοεμφανίστηκε στο «Θέατρο Τέχνης» το 1943, στο «Πρώτο έργο της Φάννυ» του Μπέρναρντ Σο. Το επόμενο έτος προσλήφθηκε στο Εθνικό Θέατρο, όπου γνώρισε τον σκηνοθέτη Πέλο Κατσέλη, τον οποίο και παντρεύτηκε. Το ζευγάρι απέκτησε δύο κόρες, την ηθοποιό και πολιτικό Νόρα Κατσέλη (γ. 1946) και την οικονομολόγο και πολιτικό Λούκα Κατσέλη (γ. 1952).
Η Κατσέλη συνεργάστηκε, επίσης, με το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη (1955-1959) και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Από το 1965 ήταν πρωταγωνίστρια του Εθνικού Θεάτρου ειδικευμένη στο αρχαίο δράμα. Η πρώτη εμφάνισή της στο αρχαίο δράμα ήταν στο ρόλο της Ηλέκτρας στην τριλογία του Αισχύλου «Ορέστεια», που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Ροντήρης για το Εθνικό Θέατρο στο Ηρώδειο το 1944. Στις 11 Ιουλίου 1954 έπαιξε το ρόλο της Άρτεμης στον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Ροντήρη. Η παράσταση αυτή αποτέλεσε τη γενική δοκιμή του Φεστιβάλ Επιδαύρου, που καθιερώθηκε επισήμως τον επόμενο χρόνο.
Το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο έγινε το 1951 με την ταινία «Λύκαινα» της Μαρίας Πλυτά. Το 1962 πήρε το Β’ Βραβείο Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη, ενώ ακολούθησαν πρωταγωνιστικοί ρόλοι και σε τηλεοπτικές παραγωγές.
Από το 1936 ήταν ιέρεια στην τελετή αφής της Ολυμπιακής Φλόγας και πρωθιέρεια από το 1956 έως το 1964. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο (1964) υπήρξε ένα από τα τιμώμενα πρόσωπα.
Ασχολήθηκε με τη θεατρική μετάφραση, ενώ δίδαξε στη Σχολή Ορχηστικής Τέχνης της Κούλας Πράτσικα (1947) και στη δραματική σχολή Πέλου Κατσέλη, της οποίας ανέλαβε και τη διεύθυνση, μετά το θάνατο του συζύγου της και ως το 1985.
Η Αλέκα Κατσέλη πέθανε στις 11 Σεπτεμβρίου 1994, σε ηλικία 76 ετών. Σύμφωνα με τον θεατρολόγο Κώστα Γεωργουσόπουλο, «υπήρξε ηθοποιός με καλλιεργημένη φωνή, άρτια τεχνική, σπάνια θεατρική μόρφωση, σκηνικό ήθος, πλούσια υποκριτική φαντασία και εκθαμβωτική σκηνική παρουσία».