Ένα φρούτο με περισσότερη καφεΐνη από τον καφέ
Το γκουαράνα αποκτά φήμη ως φρούτο με χαρακτηριστικά υπερ-τροφής. Ωστόσο έχει μια αιώνια κληρονομιά για τους αυτόχθονες πληθυσμούς των Sateré-Mawé, στον Αμαζόνιο.
Η παρθένα άμμος στην παραλία Ponta da Maresia αποτελεί σημείο συγκέντρωσης στην πόλη Maués της Βραζιλίας. Τα νερά είναι ζεστά και δεν έχουν ούτε κύματα ούτε αλάτι, γιατί η παραλία βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Maués-Acú στην καρδιά του τροπικού δάσους του Αμαζονίου, περίπου 1.000 χιλιόμετρα από τον ωκεανό.
Η παραλία έρχεται στην επιφάνεια μόνο για λίγους μήνες του έτους, από τον Αύγουστο και μετά, στην αρχή της περιόδου ξηρασίας, όταν τα επίπεδα του νερού στο ποτάμι πέφτουν. Αυτή η εποχή του έτους σηματοδοτεί επίσης την έναρξη της σεζόν του γκουαρανά (guaraná), καθώς το φρούτο που προέρχεται από την περιοχή Maués αρχίζει να ωριμάζει, με την κόκκινη φλούδα του να ανοίγει αποκαλύπτοντας τη λευκή σάρκα του και έναν μαύρο σπόρο που μοιάζει με βολβό ματιού.
Το Maués είναι μια από τις κορυφαίες περιοχές παραγωγής γκουαράνα στη Βραζιλία. Τόσο η οικονομία όσο και ο πολιτισμός της περιοχής περιστρέφονται γύρω από τον καρπό, του οποίου οι σπόροι είναι πολύτιμοι για τις διεγερτικές και φαρμακευτικές τους ιδιότητες. Χρησιμοποιούνται σε ανθρακούχα και ενεργειακά ποτά, καθώς και σε φάρμακα και καλλυντικά. Είναι μια βιομηχανία αξίας εκατομμυρίων δολαρίων για την οικονομία της Βραζιλίας κάθε χρόνο.
Το γκουαράνα περιέχει υψηλά επίπεδα καφεΐνης -έως και τέσσερις φορές περισσότερα από εκείνα των κόκκων καφέ- καθώς και άλλες διεγερτικές ουσίες που σχετίζονται με βελτιωμένη νοητική απόδοση.
Η περιοχή Maués μπορεί να ονομαστεί «γη του γκουαράνα», αλλά η ιστορία των φρούτων προηγείται της πόλης. Οι ιθαγενείς Sateré-Mawé καλλιεργούν γκουαράνα εδώ και χιλιετίες. Οι πρόγονοί τους έμαθαν τις ιδιότητες του καρπού και επινόησαν τις καλύτερες τεχνικές καλλιέργειας και επεξεργασίας.
Μόλις πριν από 352 χρόνια, ωστόσο εμφανίστηκε το πρώτο γραπτό για το γκουαράνα, όταν οι Sateré-Mawé ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τους Ευρωπαίους. Το 1669, ο Ιησουίτης ιερέας João Felipe Betendorf, σε μια από τις πολλές πορτογαλικές αποστολές στον Αμαζόνιο, έγραψε για ένα μικρό φρούτο, το οποίο οι Sateré-Mawé στεγνώνουν και συνθλίβουν, σχηματίζοντας μπάλες που για εκείνους αξίζουν όσο για τους Ευρωπαίους ο χρυσός.
Οι Πορτογάλοι τον 18ο αιώνα περιέγραψαν επίσης το γκουαράνα ως «πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο» των Sateré-Mawé το οποίο χρησιμοποιείτο και ως νόμισμα για πληρωμές. Οι Sateré-Mawé είχαν το μονοπώλιο στην παραγωγή γκουαράνα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.
Με πληροφορίες από BBC
naftemporiki.gr