Εμίλ Ζάτοπεκ
Αθλητής – θρύλος των δρόμων αντοχής, ο επονομαζόμενος «άνθρωπος – ατμομηχανή». Κατέκτησε τέσσερα χρυσά ολυμπιακά μετάλλια κι ένα αργυρό στα 5.000 μ, 10.000 μ. και τον Μαραθώνιο, με τα χρώματα της Τσεχοσλοβακίας, ενώ κατά τη διάρκεια της καριέρας του δημιούργησε 18 παγκόσμια ρεκόρ.
Ο Εμίλ Ζάτοπεκ γεννήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1922 στην πόλη Κοπρίβνιτσε της τότε Τσεχοσλοβακίας και νυν Τσεχίας. Από 16 χρονών δούλευε σε εργοστάσιο κατασκευής υποδημάτων, ενώ παράλληλα συμμετείχε σε αγώνες δρόμου. Τη διεθνή προσοχή κίνησε για πρώτη φορά το 1946, όταν διέτρεξε με το ποδήλατό του την απόσταση Πράγα – Βερολίνο για να πάρει μέρος σε αγώνα δρόμου 5.000 μέτρων των Συμμαχικών Δυνάμεων Κατοχής, στον οποίο πρώτευσε. Την περίοδο εκείνη υπηρετούσε τη θητεία του στον τσεχοσλοβακικό στρατό.
Στους Ολυμπιακούς της Μελβούρνης το 1956 επιχείρησε να επαναλάβει τον θρίαμβό του στο Μαραθώνιο, αλλά ένας σοβαρός τραυματισμός τον έριξε στην 6η θέση. Τον επόμενο χρόνο εγκατέλειψε τους στίβους, αφού είχε κατακτήσει 2 χρυσά στα 10.000 μ. και ένα χρυσό κι ένα αργυρό στα 5.000 μ. στους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες Στίβου των Βρυξελλών (1950) και της Βέρνης (1954).
Σε όλη τη σταδιοδρομία του δημιούργησε συνολικά 18 παγκόσμια ρεκόρ. Το ρεκόρ των 10.000 μ. το κράτησε από το 1949 έως το 1954, με καλύτερο χρόνο 28:54:2. Παγκόσμια ρεκόρ δημιούργησε επίσης στα 5.000 μ. (13:57:2), στα 10 μίλια, στην κούρσα μίας ώρας, στα 20.000 μ, στα 15 μίλια, στα 25.000 μ. και στα 30.000 μ.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 αποκαταστάθηκε εν μέρει και συνεργάστηκε με τον Οργανισμό Σωματικής και το Εθνικό Ινστιτούτο Αθλητισμού. Πλήρως αποκαταστάθηκε μετά την πτώση του κομμουνισμού, με απόφαση του Προέδρου Βάτσλαβ Χάβελ στις 9 Μαρτίου 1990.
Ο Εμίλ Ζάτοπεκ πέθανε στις 21 Νοεμβρίου 2000 στην Πράγα, σε ηλικία 78 ετών.