Ζιλ Μασνέ (1842 – 1912)
Γάλλος συνθέτης της όπερας, ο οποίος θαυμάστηκε για τον λυρισμό, τον αισθησιασμό, τον συναισθηματισμό και τη θεατρικότητα της μουσικής του.
Αν και οι δάσκαλοί του στο Ωδείο δεν διέκριναν κάποιο ταλέντο στον Μασνέ, τα πράγματα έλαβαν διαφορετική τροπή, όταν το 1862 κέρδισε το πρώτο βραβείο σε μουσικό διαγωνισμό στη Ρώμη με την καντάτα David Rizzio. Τα επόμενα τρία χρόνια έζησε στην πρωτεύουσα της Ιταλίας, όπου γνωρίστηκε με τον Φραντς Λιστ. Με δική του προτροπή άρχισε να παραδίδει μαθήματα πιάνου στη Νινόν ντε Γκρεσί, κόρη πλούσιας οικογένειας, την οποία τελικά παντρεύτηκε το 1866.
Το πρώτο έργο του ήταν η μονόπρακτη όπερα La grand’tante, που ανέβηκε το 1867 στο Παρίσι, χωρίς επιτυχία. Το 1871 ο Μασνέ κλήθηκε στα όπλα και υπηρέτησε ως στρατιώτης στον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο, ο οποίος κατέληξε σε συντριπτική ήττα για τη Γαλλία και συνέβαλε στην ενοποίηση της Γερμανίας.
Η αναγνώριση του Μασνέ ήλθε το 1873 με το ορατόριο Μαρία Μαγδαληνή, που επαινέθηκε από ομοτέχνους του, όπως οι Τσαϊκόφσκι, Ντ’ Ιντί και Γκουνό. Το έργο αυτό αποτελεί παράδειγμα συγχώνευσης του θρησκευτικού αισθήματος και του ερωτισμού, που απαντά συχνά στο έργο του Μασνέ. Την ίδια χρονιά έγραψε τη μουσική για το θεατρικό έργο Ερινύες του Λεκόντ ντε Λιλ, στο οποίο περιλαμβάνεται η δημοφιλής Ελεγεία, ένα κομμάτι για τσέλο και ορχήστρα.
Το 1878 αναλαμβάνει καθηγητής της σύνθεσης στο Ωδείο των Παρισίων και αναδεικνύει συνθέτες, όπως οι Αντρέ Μπλοχ, Γκιστάβ Σαρπεντιέ, Ερνέστ Σοσόν, Φοράν Σμιτ, Ρεϊνάλτο Χαν, Ζορζ Ενέσκου, Σαρλ Κεσλέν και Σπύρος Σαμάρας. Τον ίδιο χρόνο παίρνει τη θέση του Καμίλ Σεν Σανς στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και γίνεται το νεώτερο μέλος της, σε ηλικία 36 ετών.
Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία στο χώρο της όπερας έρχεται στις 19 Ιανουαρίου 1884, με την πρεμιέρα της Μανόν, που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Αντουάν Πρεβό Μανόν Λεσκό και από πολλούς θεωρείται το αριστούργημά του. Πρόκειται για ένα ερωτικό δράμα, με πρωταγωνίστρια μια νεαρή επαρχιωτοπούλα, τη Μανόν Λεσκό, που εκτυλίσσεται στη Γαλλία του 18ου αιώνα. Στο ρετσιτατίβο, ο Μασνέ χρησιμοποιεί το ασυνήθιστο επινόημα της προσφυγής στον πεζό λόγο, με μια ελαφριά ορχηστρική συνοδεία.
Τον επόμενο χρόνο παρουσιάζει την όπερα Λε Σιντ (πρεμιέρα 30 Νοεμβρίου 1885), που αφηγείται την ιστορία του Ελ Σιντ, του απελευθερωτή των Ισπανών από τους Άραβες. Η όπερα αυτή του Μασνέ διασώζεται μέχρι σήμερα, χάρη στη σουίτα μπαλέτου της δεύτερης πράξης, στην οποία περιλαμβάνει και το γνωστό κομμάτι Aragonaise, που παίζεται και ως αυτόνομο έργο.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1892 ανεβάζει με μεγάλη επιτυχία την όπερα Βέρθερος, βασισμένη στο ομώνυμο ρομαντικό μυθιστόρημα του Γκαίτε και δύο χρόνια αργότερα (16 Μαρτίου 1894) την όπερα Θαΐς. Το λιμπρέτο βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Ανατόλ Φρανς, που αφηγείται με εικονοκλαστικό τρόπο την ιστορία της εταίρας Θαϊδος, η οποία έζησε τον 4ο αιώνα στην Αίγυπτο και μετεστράφη στον Χριστιανισμό. Η όπερα είναι γνωστή σήμερα για το συμφωνικό ιντερμέδιο της δεύτερης πράξης Διαλογισμός (Meditation), γραμμένο για βιολί και ορχήστρα, που αποτελεί μέρος του καθιερωμένου ρεπερτορίου για βιολί.
Εκτός από όπερες, ο Μασνέ έγραψε ορχηστρική μουσική (ορχηστρικές σουίτες, ένα κοντσέρτο για πιάνο), καντάτες, ορατόρια και 200 τραγούδια. Το 1912 εξέδωσε την αυτοβιογραφία του με τον τίτλο Οι αναμνήσεις μου (Mes Souvenirs). Ο Μασνέ ήταν ένας σκληρά εργαζόμενος συνθέτης, που ξεκινούσε να δουλεύει από τις 4 το πρωί. Συνέθετε από μνήμης και όχι στο πιάνο, όπως η πλειονότητα των συνθετών. Αυτό τον βοήθησε να γίνει ένας σπουδαίος ενορχηστρωτής. Ακόμη και στα πιο δυνατά περάσματα, η ορχηστρική υφή των συνθέσεών του είναι διαυγής. Ο ίδιος απέφευγε να παρακολουθεί την εκτέλεση των έργων του και πληροφορούνταν την τύχη τους από φίλους και γνωστούς.
Στην ανοδική μουσική του πορεία συνεισέφεραν με τις γνωριμίες τους στο καλλιτεχνικό και δημοσιογραφικό κύκλωμα ο συνθέτης Αμπρουάζ Τομά και ο εκδότης Ζορζ Χαρτμάν. Σημαντικό ρόλο στην καλλιτεχνική του διαδρομή έπαιξε και ο γάμος του με τη Νινόν ντε Γκρεσί, ο οποίος του εξασφάλισε μια άνετη ζωή, χωρίς οικονομικά προβλήματα.
Ο Ζιλ Μασνέ πέθανε στο Παρίσι στις 13 Αυγούστου 1912, σε ηλικία 70 ετών, χτυπημένος από την επάρατη νόσο. Οι συνθέσεις του ήταν αρκετά δημοφιλείς στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου αιώνα. Μετά τον θάνατό του, το ύφος του θεωρήθηκε ξεπερασμένο και οι περισσότερες όπερές του περιέπεσαν στην αφάνεια. Εκτός από τη Μανόν, τον Βέρθερο και τη Θαϊδα, οι υπόλοιπες από τις 22 όπερές του σπανίως ανεβαίνουν.