Μαμά, σε αυτή τη ζωή πρέπει να είσαι πιο σκληρή
Εμένα η μαμά μου είναι ευσυγκίνητη, εύκολα παρασύρεται από το συναίσθημα και πολλές φορές μας ρωτάει οικογενειακώς αν πάει καλά ή κάτι συμβαίνει. Ψάχνεται μέσα στα λόγια μας για μια σανίδα σωτηρίας, αυτή που θα τη βοηθήσει να δει πιο ψύχραιμα τα πράγματα. Έχει ανάγκη να ηρεμήσει την καρδιά της, να μαλακώσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της που όλους μας τρομάζουν κάθε φορά που το συναίσθημα την κυριεύει, όταν αντιλαμβάνεται κάτι στενάχωρο και άδικο μαζί.
Τελευταία εικόνα που τη συγκλόνισε ήταν αυτή από τη Συρία:
Έβαλε τα κλάματα μπροστά στην οθόνη του κομπιούτερ. Με το αριστερό της χέρι κρατούσε το στόμα της, τα μάτια της είχαν γουρλώσει κι έκλαιγε σιωπηλά. Έτρεμε ολόκληρη, είχε χάσει το χρώμα της. Τη ρωτούσαμε τι έγινε, κουβέντα δε μας έλεγε. Στον μπαμπά κάτι είπε, όχι όλα όσα θα ήθελε, σε μας τα παιδιά τίποτα.
Την παρατηρούσα όλο το απόγευμα, ήταν στον κόσμο της. Πέρασε έτσι μια μέρα. Είχε κόψει την επικοινωνία με το σπίτι, απαντούσε αφηρημένα, έκανε σαν παιδί που ήθελε χαϊδέματα για να επανέλθει, για να της περάσει το δικό της.
Την επόμενη μέρα μας έδειξε τη φωτογραφία, σε μας, την οικογένειά της. Ξέραμε ότι στη Συρία έχουν εμφύλιο πόλεμο, ακούμε και διαβάζουμε. Έχουμε και συγγενείς σε νησί που δέχεται πρόσφυγες, μας λένε ιστορίες. Η μαμά, εξήγησε και πάλι σε μας τα παιδιά. Η αδερφή μου είδε τη φωτογραφία πιο πολύ ώρα από μένα, εγώ δεν τα κατάφερα, έφυγα γρήγορα μακριά. Η μαμά έκλαψε πάλι. Εμένα, του γιου της, μου είπε πως το παιδί αυτό της θύμισε εμένα κι έκλαιγε τόσο για το παιδί όσο και γι’ αυτή τη μάνα. «Τα ματάκια του», μου έλεγε, «κι εσύ έτσι με κοιτάς, μερικές φορές». «Όχι για τον ίδιο λόγο», σκέφτηκα μα δεν της το είπα. Κοιτούσα το αριστερό χέρι της μάνας στη φωτογραφία, με πόση δύναμη κρατάει εδώ κάτω στη γη, το παιδί της. Να μην πάει αλλού.
Η μαμά ήθελε να μάθει αν αυτό το παιδί είναι ζωντανό, να το πάρει από εκεί που βρίσκεται, να το φέρει στο σπίτι μας. Πώς γίνεται αυτό; Απορούσα. Κάποια στιγμή που εκμυστηρεύτηκε τη σκέψη της. Τότε της απάντησα: «Μαμά, αν εγώ ήμουν αυτό το παιδί και αυτή η γυναίκα ήσουν εσύ, δε θα ήθελα με τίποτα να φύγω από κοντά σου. Δε θα ήθελα να σωθώ μόνος μου και η οικογένειά μου να βρίσκεται μέσα στον πόλεμο. Δε θα ήθελα να σας αφήσω. Θα ήμουν καλά μόνο μαζί με την οικογένειά μου. Ό,τι κι αν συνέβαινε, δε θα ήθελα να χωριστούμε». Τότε, μου είπε, να πάρει και τη μάνα μαζί, να της φτιάξει μια γωνιά στο σπίτι μας, εκείνη να προσκυνάει το θεό της κι εμείς τον δικό μας κι έπειτα να καθόμαστε μαζί στην αυλή και να συζητάμε τι θα μαγειρέψουμε αύριο, με ό,τι έχουμε, όπως μπορούμε. Μετά μου είπε πως στη ζωή μου να μην συνταχθώ ποτέ με το άδικο και το απάνθρωπο και να υπερασπίζομαι το δίκαιο των ανθρώπων. Με αγκάλιαζε συνέχεια, με φιλούσε, με κοιτούσε μέσα στα μάτια σαν να ήταν αυτή η τραυματισμένη κι εγώ αυτός που θα τη σώσει. Είμαι δώδεκα χρονών κι όμως, ζητούσε τη βοήθειά μου και μ’ έκανε να αισθάνομαι τόσο μεγάλος.
Στο σπίτι έχω αυτή τη μαμά και μεγαλώνω μαζί της. Μου μαθαίνει πράγματα που δε θα τα μάθαινα πουθενά αλλού στη Γη και με τέτοιον τρόπο σαν τον δικό της. Κάθε σκέψη της γίνεται μία περιπέτεια φοβερή μέσα στο μυαλό μου. Μου βάζει και δύσκολα. Είναι μοναδική, την αγαπώ πολύ και δε θέλω να στεναχωριέται. Της είπα πως για να μπορεί να επιβιώσει σε αυτή τη ζωή πρέπει να είναι λίγο πιο σκληρή. Την παρατηρώ σαν πειραματόζωο, να δω αν θα τα καταφέρει.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΕΡΒΕΡΗΣ