Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος της εφημερίδας μας
Ενδιαφέροντα

Καμπανάκι συναγερμού για τα Μέσα Ενημέρωσης στην Ελλάδα

Σε κίνδυνο η ελευθερία των ελληνικών ΜΜΕ σύμφωνα με την Human Rights Watch (Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) - Η Ε.Ε., ο ΟΗΕ και ο ΟΑΣΕ οφείλουν να αναλάβουν δράση για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου

Κόλαφος για τους θεσμούς στην Ελλάδα και ράπισμα για την Κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι η έκθεση της Human Rights Watch (Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), για την κατάσταση της Ελευθερίας του Τύπου στη χώρα μας.

Η έκθεση με τίτλο «Από το Κακό στο Χειρότερο: Η Επιδείνωση της Ελευθερίας των ΜΜΕ στην Ελλάδα», που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη 8 Μαΐου και αποτελείται από 117 σελίδες, έρχεται ως επιστέγασμα μιας σειράς δημοσιευμάτων, εκθέσεων και αναλύσεων Διεθνών Οργανισμών και θεσμών που περιγράφουν τη δραματική επιδείνωση των συνθηκών ελευθερίας έκφρασης στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια και σαφώς μετά το 2019.

Επιπλέον επισημαίνεται ότι οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν κρατική παρακολούθηση, παρενόχληση και εκφοβισμό από φιλοκυβερνητικούς παράγοντες καθώς και καταχρηστικές αγωγές από πολιτικούς – όλα αυτά απειλούν τη Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου.

Τέλος, καταλήγει σε συγκεκριμένες συστάσεις προς την Ελληνική Κυβέρνηση, τη Βουλή των Ελλήνων, την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης, τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), καλώντας τους να παρακολουθούν προσεκτικά την κατάσταση και να διασφαλίζουν ότι σημειώνεται πραγματική πρόοδος όσον αφορά την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, καθώς και ότι τηρούνται οι βασικές δημοκρατικές αξίες.

Η έρευνα βασίζεται σε συνεντεύξεις από 26 δημοσιογράφους από διάφορα μέσα ενημέρωσης, καθώς και από Ακαδημαϊκούς, νομικούς και εμπειρογνώμονες των μέσων ενημέρωσης. Η Human Rights Watch μίλησε με δημοσιογράφους που εργάζονται σε έντυπα, ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, τηλεόραση και ραδιόφωνο, σε δημόσια, ιδιωτικά και ανεξάρτητα μέσα, με ξένους ανταποκριτές καθώς και με ελεύθερους επαγγελματίες. Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά η HRW, «λίγοι δημοσιογράφοι ήταν πρόθυμοι να ταυτοποιηθούν, φοβούμενοι αντίποινα».

«Οι εκτεταμένοι και σκόπιμοι περιορισμοί της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα δημιουργούν ένα περιβάλλον στο οποίο καταστέλλονται τα ρεπορτάζ που ασκούν κριτική και η αυτολογοκρισία αποτελεί κανόνα,» είπε ο Hugh Williamson, Διευθυντής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας της Human Rights Watch. «Η ΕΕ πρέπει να αναγνωρίσει ότι αυτό αποτελεί σοβαρή απειλή για τις Δημοκρατικές Αξίες και το Κράτος Δικαίου και να πιέσει την Αθήνα να αλλάξει πορεία».

Η έκθεση καταγράφει τη χρήση κρατικών κονδυλίων και διαφημίσεων, οι οποίες κατευθύνονται μέσω αδιαφανών διαδικασιών προνομιακά προς τα φιλοκυβερνητικά Μέσα, ως μέσο χειραγώγησης της ελευθερίας του Τύπου, από τη μεριά της Κυβέρνησης.

«Η διανομή κρατικής διαφήμισης σε μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα έχει εγείρει ανησυχίες σχετικά με τη δυνητική χρήση της ως τρόπου επιρροής των μέσων ενημέρωσης από πλευράς της Κυβέρνησης. Χωρίς ισχυρά κριτήρια διαφάνειας και αντικειμενικότητας, σαφείς διαδικασίες και αποτελεσματική εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων, ανεπίσημες πληροφορίες υποδηλώνουν ότι η πιθανή χρήση κρατικών διαφημιστικών κονδυλίων για την υποστήριξη μέσων ενημέρωσης που καλύπτουν ευνοϊκά τα θέματα της κυβέρνησης υπονομεύει την αμερόληπτη ενημέρωση», επισημαίνει η έκθεση, προσθέτοντας:

«Η πρακτική της διοχέτευσης της κρατικής διαφήμισης σε μέσα που ευνοούν την Κυβέρνηση αποτελεί σοβαρή απειλή για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και για το δικαίωμα του κοινού στην ενημέρωση. Όταν η Κυβέρνηση ανταμείβει επιλεκτικά τα μέσα ενημέρωσης για την ευνοϊκή κάλυψή της από πλευράς τους, δημιουργεί ένα κλίμα αυτολογοκρισίας και υπονομεύει το ρόλο των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης να θέτουν την εξουσία προ των ευθυνών της. Επιπλέον, στρεβλώνει το τοπίο των μέσων ενημέρωσης, δίνοντας αθέμιτο πλεονέκτημα στις φιλοκυβερνητικές φωνές και περιορίζοντας τον αριθμό των διαφορετικών απόψεων που διατίθενται στο κοινό. Αυτό τελικά αποδυναμώνει τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης και παρεμποδίζει τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων από τους πολίτες».
Περιγράφει «το σκάνδαλο της Λίστας Πέτσα», όπως το αναφέρει, ως «ένα παράδειγμα των ανησυχιών σχετικά με τη διάθεση δημόσιων πόρων σε μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα».

Επισημαίνει πως «ο ισχυρισμός της Κυβέρνησης ότι το σύστημά της είναι «εξελιγμένο» και «διαφανές» φαίνεται να βασίζεται στη ρητορική και όχι στην πραγματικότητα. Τα εκτεταμένα κενά στις πληροφορίες, η κυριαρχία παράλληλων και αντικρουόμενων συστημάτων καταγραφής κρατικών διαφημίσεων και η συνολική έλλειψη διαθεσιμότητας ολοκληρωμένων πληροφοριών για τις δαπάνες δίνουν μια πολύ διαφορετική εικόνα. Μέχρι να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα και μέχρι η Κυβέρνηση να δημοσιεύσει πραγματικά ολοκληρωμένες και εύκολα προσβάσιμες πληροφορίες σχετικά με τις κρατικές διαφημιστικές δαπάνες, οι δηλώσεις της για διαφάνεια και συμμόρφωση με τα πρότυπα της ΕΕ δεν μπορούν να επικυρωθούν».

Παρακολουθήσεις δημοσιογράφων

Όπως αναφέρει η HRW, το 2022, υπήρχαν σοβαρές υποψίες ότι η Κυβέρνηση χρησιμοποιούσε το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator για να παρακολουθεί, μεταξύ άλλων, δημοσιογράφους, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ένα μείζον σκάνδαλο υποκλοπών. Επτά από τους δημοσιογράφους ανέφεραν ότι είχαν αποδείξεις ή ισχυρές υποψίες ότι υπήρξαν στόχοι κρατικής παρακολούθησης, είτε με πιο «παραδοσιακά» μέσα όπως οι υποκλοπές ή με τη χρήση εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού. Αυτό εγείρει σοβαρές ανησυχίες σε ό,τι αφορά την ιδιωτική ζωή και την ελευθερία της έκφρασης και ενέχει τον κίνδυνο ανασταλτικής επίδρασης στο δημοσιογραφικό έργο, καθώς τόσο οι πηγές όσο και οι δημοσιογράφοι φοβούνται για την ασφάλειά τους.

Για τις παρακολουθήσεις δημοσιογράφων η έκθεση καταγράφει χαρακτηριστικά:

«Στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, η Human Rights Watch πήρε συνέντευξη από επτά δημοσιογράφους, μεταξύ των οποίων ο Θανάσης Κουκάκης και ο Σταύρος Μαλιχούδης, οι οποίοι μας είπαν πως είτε έχουν αποδείξεις ότι παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ είτε υποψιάζονται πως τελούσαν υπό παρακολούθηση αλλά δεν μπορούν να το αποδείξουν επίσημα. Σε αυτούς περιλαμβάνονται τρεις δημοσιογράφοι που πιστεύουν ότι στοχοποιήθηκαν λόγω της έρευνάς τους για το σκάνδαλο των υποκλοπών. Από τους επτά δημοσιογράφους, ο Θανάσης Κουκάκης είχε αποδείξεις ότι το τηλέφωνό του είχε μολυνθεί με το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator.

«Ο Τάσος [Τέλλογλου], η Ελίζα [Τριανταφύλλου] και εμείς [στους Reporters United] τεθήκαμε υπό παρακολούθηση λόγω της έρευνάς μας για το σκάνδαλο των υποκλοπών του Predator», δήλωσε ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος, ένας από τους δημοσιογράφους που εργάζονται στο ερευνητικό μέσο Reporters United, στην Human Rights Watch τον Ιούνιο του 2023. Είπε ότι ο ίδιος και οι συνάδελφοί του είχαν λάβει στοιχεία μέσω των πηγών τους που επιβεβαίωναν ότι τελούσαν υπό παρακολούθηση, και επίσης μας είπε ότι τον Ιανουάριο του 2023 υπέβαλε αίτημα στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), η οποία επιβλέπει τις αρμόδιες αρχές με εξουσίες παρακολούθησης, προκειμένου να μάθει αν το τηλέφωνό του έχει υποστεί άρση του απορρήτου ώστε να επιτραπεί η παρακολούθησή του. Ο Χονδρόγιαννος δήλωσε στην Human Rights Watch ότι τον Σεπτέμβριο του 2024 η ΑΔΑΕ απάντησε στο αίτημά του δηλώνοντας σχετικά ότι δεν υπήρξε παραβίαση της Νομοθεσίας για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών. Ωστόσο, ο κ. Χονδρόγιαννος σημείωσε ότι η ΑΔΑΕ έδωσε μια τυπική και όχι σαφή απάντηση για το αν υπήρξε άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του εις βάρος του, λόγω μιας αλλαγής στη νομοθεσία (που αναλύεται παρακάτω), η οποία καθιστά πρακτικά αδύνατη την ενημέρωση των πολιτών σχετικά με την παρακολούθησή τους για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Ο Τάσος Τέλλογλου, διακεκριμένος δημοσιογράφος του ερευνητικού μέσου Inside Story, από τον οποίο πήραμε συνέντευξη τον Νοέμβριο του 2022, δήλωσε στην Human Rights Watch ότι λίγες ημέρες πριν από τη συνέντευξή μας η τσάντα του, που περιείχε σημειώσεις τριών μηνών από την έρευνά του για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων Predator, εκλάπη εντός του Αεροδρομίου της Θεσσαλονίκης, με τουλάχιστον δύο άτομα να εμπλέκονται στο περιστατικό σύμφωνα με το υλικό από τις κάμερες ασφαλείας. Ο ίδιος βρισκόταν στο αεροδρόμιο μαζί με τη συνάδελφό του, Ελίζα Τριανταφύλλου, η οποία επίσης παραχώρησε συνέντευξη στην Human Rights Watch το Νοέμβριο του 2022. Οι λεπτομέρειες του περιστατικού δημοσιοποιήθηκαν έναν μήνα αργότερα. Ο Τέλλογλου δήλωσε επίσης στην Human Rights Watch ότι υποψιάζεται πως τελούσε υπό φυσική παρακολούθηση τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2022 μετά τις αποκαλύψεις για την παρακολούθηση του Κουκάκη και τις έρευνές του σχετικά με αυτήν.

Στις 16 Δεκεμβρίου 2022, το ευρωπαϊκό μέσο ενημέρωσης Euractiv δημοσίευσε άρθρο στο οποίο ισχυριζόταν ότι η ΑΔΑΕ επιβεβαίωσε την παρακολούθηση του τηλεφώνου του Τέλλογλου, πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, καθώς και του τηλεφώνου του ευρωβουλευτή Γιώργου Κύρτσου.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα ερευνητικών μέσων ενημέρωσης, οι δημοσιογράφοι που ερευνούσαν το σκάνδαλο παρακολούθησης από την Inside Story και από τους Reporters United (Τάσος Τέλλογλου, Ελίζα Τριανταφύλλου, Θοδωρής Χονδρόγιαννος και Νικόλας Λεοντόπουλος), παρακολουθούνταν τόσο φυσικά όσο και μέσω των κινητών τους συσκευών, προκειμένου να εντοπιστεί η θέση των δημοσιογράφων και των πηγών τους».

Σχετικά με τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης, η έκθεση επισημαίνει ότι «η έλλειψη άμεσης δράσης σε αυτές τις υποθέσεις παρακολούθησης, σε συνδυασμό με την απόφαση της σημερινής Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, Γεωργίας Αδειλίνη, στις 30 Ιουλίου 2024, να υιοθετήσει το δικαστικό πόρισμα που απαλλάσσει όλους τους κρατικούς φορείς και αξιωματούχους της Ελλάδας από κάθε εμπλοκή στο σκάνδαλο του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator, παρά τις τεκμηριωμένες αποδείξεις ανεξάρτητων ειδησεογραφικών πρακτορείων και δημοσιογράφων για την εμπλοκή τους, εγείρει ανησυχίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα της έρευνας και της δικαστικής διαδικασίας στην αντιμετώπιση καταγγελιών για παράνομη παρακολούθηση και πιθανή κυβερνητική παραβίαση της ελευθερίας του Τύπου».

Παρενόχληση και Εκφοβισμός

Ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερώνεται στην έκθεση της Human Rights Watch, σε περιστατικά παρενοχλήσεων και εκφοβισμού δημοσιογράφων καθώς και στη δράση των κυβερνητικών τρόλ.

Όπως καταγράφει, «από την εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 2019, ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι, όσοι εργάζονται για μέσα ενημέρωσης που ασκούν κριτική στην Κυβέρνηση και όσοι αναφέρονται σε ευαίσθητα θέματα, έχουν υποστεί παρενοχλήσεις και εκφοβισμό, από παράγοντες που πρόσκεινται στην Κυβέρνηση και από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης που διάκεινται ευνοϊκά προς την Κυβέρνηση, ή διαδικτυακές απειλές και λεκτική κακοποίηση από ανώνυμους λογαριασμούς».

Στο πλαίσιο της έρευνάς της, η HRW αναφέρει ότι «πήραμε συνέντευξη από έξι δημοσιογράφους οι οποίοι ανέφεραν συγκεκριμένες περιπτώσεις παρενόχλησης από υψηλόβαθμους Κυβερνητικούς Αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένων δύο από το Γραφείο του Πρωθυπουργού, σε σχέση με άρθρα που δημοσίευσαν ή σκόπευαν να δημοσιεύσουν, τα οποία ήταν επικριτικά για την Κυβέρνηση, τις κυβερνητικές πολιτικές ή τον Πρωθυπουργό.[50] Οι δημοσιογράφοι δήλωσαν ότι μετά από την παρενόχληση εκ μέρους Κυβερνητικών Αξιωματούχων ακολούθησαν εκστρατείες δυσφήμισης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στα συστημικά μέσα ενημέρωσης που διάκεινται θετικά προς την Κυβέρνηση. Πήραμε συνέντευξη από επτά δημοσιογράφους οι οποίοι δήλωσαν ότι έχουν υποστεί διαδικτυακή παρενόχληση ή παρενοχλήσεις από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, μετά από δημοσιεύματά τους που ασκούσαν κριτική στην Κυβέρνηση. Κανείς από αυτούς δεν είχε υποβάλει αγωγή ή έγκληση για τη μεταχείριση που υπέστη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δημοσιογράφοι από τους οποίους πήραμε συνέντευξη και οι οποίοι ανέφεραν ότι βίωσαν παρενόχληση ήταν όλοι ανεξάρτητοι, συνεργάζονταν με ξένα μέσα ενημέρωσης ή εργάζονταν σε μικρότερους, μη συστημικούς οργανισμούς μέσων ενημέρωσης. Το γεγονός αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι οι δημοσιογράφοι που εργάζονται για τα ελληνικά συστημικά μέσα ενημέρωσης είναι λιγότερο πιθανό να αντιμετωπίσουν άμεσο εκφοβισμό ή παρενόχληση. Αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί σε έναν αυξημένο βαθμό αυτολογοκρισίας εντός των εν λόγω μέσων, όπου οι δημοσιογράφοι αποφεύγουν προληπτικά ευαίσθητα θέματα ή κρίσιμες οπτικές γωνίες ώστε να αποφύγουν πιθανές αντιδράσεις. Ωστόσο, είναι επίσης πιθανό ορισμένοι δημοσιογράφοι στα συστημικά μέσα ενημέρωσης να αντιμετωπίζουν πιέσεις αλλά να διστάζουν να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους ή για κάποιους άλλους λόγους δεν ήταν μεταξύ εκείνων με τους οποίους μιλήσαμε. Οι εμπειρίες που μοιράστηκαν οι ερωτηθέντες μας υποδηλώνουν ένα μοτίβο παρενόχλησης και εκφοβισμού που στρέφεται κυρίως εναντίον όσων εκφράζονται ελεύθερα και κριτικά εκτός του ισχύοντος τοπίου των μέσων ενημέρωσης».

Αγωγές κατά Δημοσιογράφων

Η HRW καταγράφει ως άλλη μία σημαντική ανησυχία την εργαλειοποίηση του νομικού συστήματος εις βάρος δημοσιογράφων, κυρίως μέσω καταχρηστικών αγωγών, συχνά γνωστών ως SLAPP (Στρατηγικές Αγωγές κατά της Συμμετοχής του Κοινού).

Χαρακτηριστικές αυτής της τάσης είναι οι αγωγές δυσφήμισης που κατέθεσε ο Γρηγόρης Δημητριάδης, ανιψιός του Έλληνα Πρωθυπουργού και πρώην υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος, εναντίον δημοσιογράφων που κάλυψαν το σκάνδαλο των υποκλοπών.

Όπως επισημαίνει η έκθεση:

«Οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα που ερευνούν και κάνουν ρεπορτάζ για επιχειρήσεις και ισχυρούς παράγοντες της πολιτικής κινδυνεύουν να μηνυθούν σε μια προσπάθεια φίμωσής τους.

Η Human Rights Watch πήρε συνέντευξη από 15 δημοσιογράφους οι οποίοι δήλωσαν ότι κάποια στιγμή στη σταδιοδρομία τους αντιμετώπισαν αγωγή ή νομική απειλή για ρεπορτάζ τους ή απειλήθηκαν με νομικά μέτρα από πολιτικούς ή επιχειρήσεις, ορισμένοι από αυτούς πολλές φορές.

Η πλατφόρμα Mapping Media Freedom, ένας πανευρωπαϊκός μηχανισμός που καταγράφει, παρακολουθεί και αντιδρά σε πιθανές απειλές κατά της Ελευθερίας του Τύπου και των μέσων ενημέρωσης στα κράτη μέλη της ΕΕ και στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες και λειτουργεί με πρωτοβουλία της Media Freedom Rapid Response (MFRR), κατέγραψε 47 περιστατικά στην Ελλάδα από την 1η Ιανουαρίου 2019 έως την 1η Ιανουαρίου 2025, τα οποία αφορούσαν αστικές αγωγές κατά δημοσιογράφων (18), δυσφήμιση (8), ποινικές διώξεις κατά δημοσιογράφων (10), καταδίκες (1), εξώδικα(6) και ανακρίσεις (8)»

Ο κυβερνητικός έλεγχος στην ΕΡΤ και στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων

Σε σχέση με τον πολιτικό έλεγχο που ασκεί η Κυβέρνηση στη δημόσια Ραδιοτηλεόραση και στο Κρατικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η έκθεση αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Τον Ιούλιο του 2019, αμέσως μετά την εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας, η Ελληνική Κυβέρνηση έθεσε το δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα της χώρας, την ΕΡΤ, και το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ΑΠΕ-ΜΠΕ, υπό τον έλεγχο του Πρωθυπουργού, μέσω της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης, εγείροντας ανησυχίες σχετικά με την ανεξαρτησία των δημόσιων μέσων ενημέρωσης. Η Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης είναι φορέας του δημοσίου που υπάγεται στο Γραφείο του Πρωθυπουργού και έχει ως αποστολή, μεταξύ άλλων, την υποστήριξη του Πρωθυπουργού και άλλων στελεχών της Κυβέρνησης σε θέματα επικοινωνίας και δημόσιας πληροφόρησης. Σύμφωνα με τον ιστότοπό της, οι αρμοδιότητές της περιλαμβάνουν την εποπτεία των μέσων ενημέρωσης, τη διασφάλιση ότι το κοινό λαμβάνει έγκυρη και πολυφωνική ενημέρωση, τη διαμόρφωση της κρατικής πολιτικής στο χώρο των οπτικοακουστικών μέσων και την παρακολούθηση της σχετικής Νομοθεσίας. Αυτό σημαίνει ότι ο Πρωθυπουργός έχει υπέρτατη εξουσία επί των εργασιών και των αποφάσεων της Γραμματείας. Η απόφαση αυτή ουσιαστικά πολιτικοποίησε την εποπτεία της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης και του μοναδικού Πρακτορείου Ειδήσεων στην Ελλάδα που υπάγεται στο Γραφείο του Πρωθυπουργού».

Σε μια ιστορική αναδρομή καταγράφει τα εξής:

«Το ελληνικό κράτος έχει μακρά ιστορία στον έλεγχο των δημόσιων μέσων ενημέρωσης. Κατά τη διάρκεια της Στρατιωτικής Δικτατορίας από το 1967 έως το 1974, το κράτος φίμωσε τους επικριτές και κατέστειλε τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974, τα δημόσια μέσα ενημέρωσης απέκτησαν μεγαλύτερη συντακτική ανεξαρτησία. Ωστόσο, παρέμειναν κάποιες ανησυχίες σχετικά με την επιρροή των μεταγενέστερων Κυβερνήσεων, ιδίως μέσω του διορισμού των ηγετικών στελεχών των μέσων. Υπό την παρούσα Κυβέρνηση, η παρουσία τόσο της ΕΡΤ όσο και του ΑΠΕ-ΜΠΕ υπό τη Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης, η οποία υπάγεται στο Γραφείο του Πρωθυπουργού, εγείρει ανησυχίες για πιθανή πολιτική παρέμβαση στις συντακτικές αποφάσεις και στον έλεγχο του αφηγήματος των μέσων ενημέρωσης».

Ολόκληρη της έκθεση των 117 σελίδων, με τίτλο «Από το Κακό στο Χειρότερο: Η Επιδείνωση της Ελευθερίας των ΜΜΕ στην Ελλάδα», μπορείτε να την διαβάσετε ΕΔΩ.

zougla.gr

enloutrakio

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button