Στέφανος Μαρτζώκης (1855 – 1913)
Έλληνας ποιητής, από τους τελευταίους εκπροσώπους της επτανησιακής σχολής.
Εργάστηκε ως δάσκαλος ιταλικών στο γυμνάσιο του Αργοστολίου (1883-1885). Μετά την κατάργηση του μαθήματος, ο Μαρτζώκης βρέθηκε σε δυσχερή οικονομική θέση. Άτυχος στάθηκε και ο γάμος του με την Ελένη Διγενή (1882-1889), από τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, με τα οποία εγκαταστάθηκε το 1897 στην Αθήνα.
Στην Αθήνα έζησε παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα ιταλικών και δημοσιεύοντας ποιήματα και μεταφράσεις σε εφημερίδες και περιοδικά. Για μικρό χρονικό διάστημα συναναστράφηκε τους παλαμικούς κύκλους και στη συνέχεια δημιούργησε τον δικό του φιλολογικό κύκλο, που συγκεντρωνόταν στο γνωστό τότε καφενείο «Νέον Κέντρον» στα Χαυτεία, όπου περνούσε σχεδόν όλη την ημέρα. Ανάμεσα στους θαυμαστές του, οι νεαροί τότε ποιητές Άγγελος Σικελιανός, Σωτήρης Σκίπης και Κώστας Βάρναλης.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε επίσημα το 1885, με την έκδοση της ιταλόφωνης ποιητικής συλλογής «Poesie», ενώ η πρώτη ελληνόφωνη συλλογή του κυκλοφόρησε το 1889 με τον τίτλο «Ballades». Σταθμός στην ποιητική του δημιουργία ήταν η συλλογή «Sonnets», που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1899, με πρωτοβουλία των νεοελληνιστών καθηγητών Εμίλ Λεγκράν και Ιμπέρ Περνό του τμήματος Ανατολικών Γλωσσών του Πανεπιστημίου του Παρισιού.
Το 1906 κυκλοφόρησε η σημαντικότερη κατά την κριτική ποιητική συλλογή του, με τίτλο «Βάρβαροι Στίχοι και Νέα Ποιήματα». Το 1911 δημοσίευσε μια εκτενή μελέτη για το έργο του Σολωμού στο περιοδικό Grecia του Παρισιού. Για το σύνολο του έργου του τιμήθηκε το 1910 με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού των Ιπποτών.
Ο Στέφανος Μαρτζώκης πέθανε από πνευμονία στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της Αθήνας στις 21 Φεβρουαρίου 1913, σε ηλικία 58 ετών.
Η ποίηση του Στέφανου Μαρτζώκη τοποθετείται στα όρια ανάμεσα στην Επτανησιακή Σχολή και το ρομαντισμό της Α’ Αθηναϊκής Σχολής. Κυρίαρχο στοιχείο στην ποίησή του είναι ο στοχασμός και η φιλοσοφική ενατένιση της ζωής, που άλλοτε εκφράζεται με την απελπισμένη φωνή ενός Λεοπάρντι και άλλοτε με την οργισμένη κραυγή ενός Καρντούτσι, δύο ιταλών ποιητών που τον επηρέασαν βαθύτατα. Επιρροές δέχτηκε ακόμα από την ποίηση του Διονυσίου Σολωμού, του Ανδρέα Κάλβου και του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Τα «Άπαντά» του εκδόθηκαν το 1925 από τον γιο του Καίσαρα Μαρτζώκη και με πρόλογο του Μαρίνου Σιγούρου.