Οι μέντορες που ανοίγουν ορίζοντες… online
Εκείνη την ημέρα, το πρόγραμμα της μοριακής βιολόγου Φαίης Χριστοδούλου ήταν ιδιαίτερα φορτωμένο. Γύρω στις εννέα το βράδυ επέστρεψε στο σπίτι της στο κέντρο του Σαν Φρανσίσκο, έφαγε κάτι ελαφρύ και προσπάθησε να δουλέψει στο κομπιούτερ της. Κανονικά θα είχε ήδη πέσει για ύπνο, αλλά είχε αποδεχθεί μια πρόσκληση και έπρεπε να μείνει ξύπνια μέχρι τα μεσάνυχτα. Εντεκα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, σε ένα σχολικό αμφιθέατρο, 40 μαθητές Γ΄ Γυμνασίου έπαιρναν τις θέσεις τους. «Με βλέπετε; Με ακούτε;» ρώτησε η κ. Χριστοδούλου όταν συνδέθηκε μαζί τους μέσω μιας διαδικτυακής πλατφόρμας. Εκείνη από το σαλόνι του σπιτιού στη Δυτική Ακτή της Αμερικής, τα παιδιά στο σχολείο τους στον Βροντάδο Χίου. «Ναι!» φώναξαν οι μαθητές.
Ξεκίνησε μιλώντας για το τι κάνει στην εταιρεία που έχει ιδρύσει. Για τις καινοτομίες που έχει πετύχει αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην αρχή. Οι μαθητές αρχικά ήταν λίγο ντροπαλοί, γρήγορα όμως άρχισαν να της κάνουν ερωτήσεις. Για την επιστήμη της αλλά και την απόφαση να δουλέψει στο εξωτερικό. Συμβουλές για μια δική τους επιτυχημένη σταδιοδρομία. «Μην ακούτε κανέναν, δεν υπάρχει κάποιο “επάγγελμα του μέλλοντος”. Να επιλέξετε αυτό που αγαπάτε. Να επικεντρωθείτε στο να το πετύχετε και να μάθετε να συνεργάζεστε» τους είπε στο τέλος. Η συνεδρία ήταν προγραμματισμένο να κρατήσει 30 λεπτά αλλά τελικά ξεπέρασε τη μιάμιση ώρα.
Κλείνοντας ο διευθυντής του γυμνασίου πήρε τον λόγο: «Χαιρόμαστε ιδιαίτερα που είμαστε εδώ και είπατε αυτά που είπατε για να συνειδητοποιήσουν τα παιδιά ότι μπορούν να σηκώσουν το βλέμμα και να κάνουν κάτι διαφορετικό από αυτό που προετοιμάζει η κοινωνία μας αυτό το διάστημα». Ηταν 1.30 τα ξημερώματα για εκείνη όταν αποχαιρετίστηκαν. Πήγε για ύπνο εξαντλημένη αλλά ικανοποιημένη. «Ηταν μεγάλη χαρά να μοιραστώ την ιστορία μου με την ελπίδα πως ίσως εμπνεύσει κάποιο παιδί», λέει στην «Κ» η πρωτοπόρος μοριακή βιολόγος.
Αντίστοιχες συνεδρίες συμβαίνουν καθημερινά σε 202 σχολεία σε όλη την Ελλάδα. Η αρχική ιδέα γι’ αυτό το πρόγραμμα ήταν της Αμαλίας Κωνσταντακοπούλου και προέκυψε από τα δικά της μαθητικά βιώματα. Oταν στο σχολείο της στο Ευηνοχώρι Αιτωλοακαρνανίας κλήθηκε να πάρει αποφάσεις για το μέλλον ένιωθε πως ήταν μόνη της, πως όλα γίνονταν κάπως τυχαία. «Καταλάβαινα πως αυτό που είχα γύρω μου δεν μου αρκoύσε. Τα ερεθίσματα ήταν περιορισμένα. Ηθελα να γνωρίσω και άλλα πράγματα, αλλά δεν είχα τον τρόπο, ούτε κάποιον να με συμβουλεύσει», εξηγεί στην «Κ». Το ίδιο και οι συμμαθητές της. Πολλοί από αυτούς ταξίδευαν ώρες καθημερινά από τα γύρω χωριά για να φτάσουν στο σχολείο. «Εκείνοι ήταν ακόμα πιο περιορισμένοι στους ορίζοντές τους από εμένα, πολλές φορές περιθωριοποιημένοι». Τελικά, σπούδασε στο οικονομικό της Νομικής χωρίς όμως να ξέρει ακριβώς με τι θα ήθελε να ασχοληθεί και τυχαία ξεκίνησε να δουλεύει σε μια εταιρεία επικοινωνίας. Μετά δώδεκα χρόνια συνειδητοποίησε πως η δουλειά της δεν την ικανοποιούσε και εν μέσω κρίσης πήρε μια δύσκολη απόφαση να παραιτηθεί και να αναζητήσει κάτι που θα της έδινε χαρά.
Το κενό που είχε νιώσει στα μαθητικά της χρόνια στριφογύριζε συνεχώς στο μυαλό της και κάπως έτσι ίδρυσε μαζί με άλλους τη ΜΚΟ «tipping point». Η ιδέα ήταν απλή: Χάρη στην τεχνολογία, τα παιδιά είτε βρίσκονται σε ένα σχολείο σε κάποιο απομακρυσμένο βουνό ή σε κάποιο νησί, θα είχαν τη δυνατότητα να συνομιλήσουν με ανθρώπους που έχουν πετύχει στο επάγγελμά τους. Θα έβλεπαν στην πράξη αυτό που ίσως είχαν μάθει στο σχολείο, θα μπορούσαν να κάνουν ερωτήσεις και να λάβουν συμβουλές και ίσως καθοδήγηση.
Συνεδρία στο Θεοφράστειο Γυμνάσιο Ερεσού.
Οταν ξεκίνησαν να αναζητούν μέντορες, θεωρούσαν πως θα δυσκολευτούν. Η ομάδα τους ήταν παντελώς άγνωστη και οι άνθρωποι τους οποίους ήθελαν να προσεγγίσουν ιδιαίτερα πολυάσχολοι, συχνά δυσεύρετοι. Η ανταπόκρισή τους όμως ήταν συγκινητική. Το ίδιο και οι πρώτοι εκπαιδευτικοί με τους οποίους επικοινώνησαν στην Κρήτη. Η πρώτη συνεδρία έγινε τον Μάιο του 2017 με μέντορα τον Ανδρέα Κουκά, υψηλόβαθμο στέλεχος σε έναν από τους μεγαλύτερους ξενοδοχειακούς ομίλους του κόσμου. Παρότι εκείνος είχε μεγάλη εμπειρία από διαλέξεις σε πανεπιστήμια, προβληματίστηκε για το τι θα τους έλεγε. «Προσπάθησα να θυμηθώ πώς ήμουν σε εκείνη την ηλικία. Πόσο χαμένος ένιωθα. Τι θα με βοηθούσε κάποιος να μου πει τότε», εξηγεί ο κ. Κουκάς. Τους μίλησε για την πορεία του, για τη σκληρή δουλειά που χρειάστηκε για να τα καταφέρει, την καθημερινότητα με τα συνεχή ταξίδια. Οσο για τις ερωτήσεις που του έκαναν τα παιδιά; Δεν ήταν οι αναμενόμενες: «Δεν σε κουράζει να είσαι κάθε εβδομάδα σε ένα αεροπλάνο; Τι επίπτωση μπορεί να έχει στην προσωπική σου ζωή το ότι λείπεις συνεχώς», τον ρώτησε κάποιος και ξαφνιάστηκε γιατί και ο ίδιος δεν είχε σκεφτεί ποτέ την απάντηση.
Το απρόοπτο
Γρήγορα αποδέχθηκε την πρόσκληση για μια δεύτερη συνεδρία. Του έτυχε όμως ένα έκτακτο ταξίδι και αγχώθηκε γιατί δεν ήθελε με τίποτα να ακυρώσει τους μαθητές. Μεταξύ δύο συναντήσεων, έτρεξε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και από εκεί συνδέθηκε με μια τάξη στην Κρήτη. Τους χαιρέτησε και έστρεψε την κάμερα έξω από το παράθυρο, σε μια παραδεισένια παραλία. «Το ξέρετε πως είναι τελείως τεχνητή; Εχουμε μεταφέρει άμμο από άλλα νησιά» τους είπε και εκείνοι εντυπωσιάστηκαν. Τον ρώτησαν για το συγκεκριμένο ταξίδι, τι θα συζητιόταν στα ραντεβού. Οταν τελείωσαν, οι μαθητές τον αξιολόγησαν. «Πολύ χρήσιμο. Ακόμα και για εμένα που ο τουρισμός δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μου», του έγραψε μια μαθήτρια. Εάν ήθελε, θα μπορούσε μέσω της πλατφόρμας να επικοινωνήσει ξανά μαζί του με κάποιο ερώτημα.
Ο κ. Κουκάς έχει έκτοτε κάνει άλλες εννέα συνεδρίες. «Ολοι οι μαθητές έχουν την ίδια αγωνία για το μέλλον τους και κυρίως τις Πανελλήνιες. Τους λέω το αυτονόητο που όμως σε αυτή την ηλικία κανείς δεν σου λέει. Πως οι εξετάσεις δεν είναι και το τέλος του κόσμου. Πως έχουν μια τεράστια διαδρομή μπροστά τους». Κάθε φορά που τελειώνει μία συνεδρία τον πιάνει μια περίεργη αίσθηση νοσταλγίας. «Θυμάμαι τον εαυτό μου, όταν ακόμη ήμουν στο σχολείο και συγκινούμαι πραγματικά που μου δίνεται η ευκαιρία να βοηθήσω με κάποιο τρόπο. Νιώθω σαν να δίνω κάτι πίσω στη χώρα μου».
Ο Ανδρέας Κουκάς, υψηλόβαθμο στέλεχος σε έναν από τους μεγαλύτερους ξενοδοχειακούς ομίλους στον κόσμο, μιλάει σε μαθητές για τον κλάδο του τουρισμού.
Η αγωνία των μαθητών για καριέρα στην Ελλάδα με αξιοπρεπή μισθό
Οι πρώτες πιλοτικές συνεδρίες πήγαν καλά και έτσι ξεκίνησαν τις αιτήσεις για να μπουν μέσω υπουργείου σε περισσότερα σχολεία. Η διαδικασία ήταν χρονοβόρος (πήρε επτά μήνες) αλλά ολοκληρώθηκε χωρίς ιδιαίτερα εμπόδια. Η ομάδα ξεκίνησε να επεκτείνεται σε περιοχές όπου υπάρχουν υψηλά επίπεδα ανεργίας και μεγάλο ποσοστό μαθητών που εγκαταλείπουν το σχολείο στο γυμνάσιο. (Εμαθαν πως οι λόγοι για το τελευταίο είναι συνήθως τα οικονομικά της οικογένειας, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που τα παιδιά φεύγουν γιατί δεν εγκλιματίζονται ποτέ στο σχολείο.) Παράλληλα ξεκίνησαν να συνεργάζονται με πανεπιστήμια που είτε πρότειναν μέντορες ή οι ίδιοι οι καθηγητές μιλούσαν στα παιδιά και τους εξηγούσαν τι σημαίνει το τμήμα της κάθε σχολής ώστε να προσελκύσουν στοχευμένα μελλοντικούς φοιτητές. Υπήρχαν και περιπτώσεις που οι ίδιοι υποψήφιοι μέντορες επικοινωνούσαν εκφράζοντας ενδιαφέρον (τον περασμένο Μάιο τους προσέγγισαν με ενθουσιασμό από τον σύλλογο Ελλήνων Επιστημόνων Αμερικής). Σήμερα αριθμούν 1.200 μέντορες, όλοι Ελληνες που ζουν, εργάζονται και διαπρέπουν σε όλο τον κόσμο.
Με τον ίδιο τρόπο, από στόμα σε στόμα και οι εκπαιδευτικοί μάθαιναν για το πρόγραμμα και επικοινωνούσαν με την ομάδα θέλοντας να πάρουν μέρος και οι μαθητές τους. Οπως η Σωτηρία Σκουλικαρίτη, καθηγήτρια Αγγλικών στη Βάρδα Ηλείας. Οι καθηγητές εκεί συμφώνησαν να μη γίνονται οι συναντήσεις ανά τμήμα αλλά κατά ενδιαφέρον, ώστε να είναι πιο στοχευμένες. «Από την πρώτη κιόλας φορά τα παιδιά μάς σταματούσαν στους διαδρόμους να μας ρωτήσουν πότε θα ήταν η επόμενη» θυμάται η κ. Σκουλικαρίτη, η οποία είδε περιπτώσεις μαθητών της να επηρεάζονται θετικά, όπως ο 16χρονος Δημήτρης ο οποίος έπειτα από πολλές ερωτήσεις σε μια οικονομολόγο ενθουσιάστηκε τόσο που έβαλε στόχο μια συγκεκριμένη σχολή. Οταν μετά λίγες εβδομάδες η καθηγήτρια τον είδε να παρακολουθεί μια συνεδρία με μια μεταφράστρια, εκείνος ένιωσε πως έπρεπε να απολογηθεί: «Κυρία, πειράζει; Θα ήθελα να ενημερωθώ για όλα», της είπε.
Ο ρεαλιστικός στόχος που έχουν θέσει οι καθηγητές στο συγκεκριμένο σχολείο είναι να έχουν δύο συνεδρίες κάθε μήνα. Η επόμενη έχει ήδη προγραμματιστεί και είναι με έναν σύμβουλο σπουδών. Είναι τόσο πολλές οι ερωτήσεις που έχουν τα παιδιά, που ίσως χρειαστεί να την ξαναδούν γιατί μάλλον δεν θα προλάβουν να απαντηθούν όλες. Μία από τις μαθήτριες όμως έχει εξασφαλίσει πως θα κάνει οπωσδήποτε την πρώτη ερώτηση γιατί κανείς στο σχολείο δεν ξέρει να της την απαντήσει: Θέλει να μάθει τι πρέπει να σπουδάσει για να γίνει ελέγκτρια εναέριας κυκλοφορίας.
«Ακόμη και για εμάς τους εκπαιδευτικούς οι συναντήσεις είναι ένα δώρο. Πολλές φορές οι μέντορες που γνωρίζουμε είναι στη σφαίρα του μύθου», εξηγεί η φιλόλογος Σοφία Χατζηγιαννάκη από το 2ο ΓΕΛ Μυτιλήνης. Τους τελευταίους μήνες εκείνη και οι μαθητές έχουν συνομιλήσει μεταξύ άλλων με έναν αστροφυσικό, έναν γενετιστή από το Harvard, έναν σεφ και έναν παραγωγό βιολογικής καλλιέργειας.
Αυτό που έχει κάνει μεγάλη εντύπωση και στις δύο εκπαιδευτικούς είναι πως η μοναδική ερώτηση που επαναλαμβάνεται ανεξαρτήτως ειδικότητας του μέντορα, είναι κατά πόσον κάποιος μπορεί να έχει επαγγελματική αποκατάσταση στην Ελλάδα. «Εχουν πραγματική αγωνία για το εάν μπορούν να έχουν στην Ελλάδα μια καριέρα με έναν αξιοπρεπή μισθό. Θεωρούν πως σίγουρα θα αναγκαστούν να φύγουν έξω», σημειώνει η κ. Σκουλικαρίτη.
«Να σπάσουμε το στερεότυπο»
Αυτή είναι η αγωνία των παιδιών και σε άλλα σχολεία, γι’ αυτό και η ομάδα του «tipping point» άρχισε να αναζητεί πιο ενεργά μέντορες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. «Θέλουμε να περάσουμε το μήνυμα πως μπορείς να επιστρέψεις στον τόπο σου και να κάνεις πολλά και σπουδαία πράγματα. Να σπάσουμε το στερεότυπο ότι όλοι πρέπει να πάμε στο Harvard και να φύγουμε στο εξωτερικό», τονίζει η Αμαλία Κωνσταντακοπούλου. Ετσι, στη λίστα με τους μέντορες υπάρχουν μεταξύ άλλων ένας επιτυχημένος καλλιεργητής μανιταριών, ένας παραγωγός θεραπευτικών φυτών, η 28χρονη δήμαρχος του Αϊ-Στράτη. «Πρότυπα οικεία και προσγειωμένα στην πραγματικότητα των παιδιών», σημειώνει.
Αυτό που η ίδια βλέπει τα τελευταία τρία χρόνια τη γεμίζει αισιοδοξία: Μέντορες που παίρνουν τον ρόλο τους σοβαρά, εκπαιδευτικοί που προσπαθούν να ανοίξουν τους ορίζοντες των «παιδιών» τους, αλλά και μαθητές που πραγματικά διψούν να μάθουν και να εμπνευστούν.
Οπως τα παιδιά στη Μυτιλήνη που έχουν ζητήσει να πηγαίνουν στο σχολείο και Σάββατο βράδυ, ή στις Πρέσπες που ανοίγουν τη δημοτική βιβλιοθήκη τα βράδια για να μπορούν να κάνουν περισσότερες συνεδρίες.
kathimerini.gr