Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος της εφημερίδας μας
Ενδιαφέροντα

Μια φορά κι έναν καιρό..των μασκαράδων τον καιρό – της Σοφίας Θεοδοσιάδη.

Μια φορά κι έναν καιρό..όχι και πολύ μακρινό καιρό..τον τωρινό καιρό..αυτόν τον παμπόνηρο και εξευτελισμένο τον καιρό..που λέτε.. ζούσαν ψηλά στον ουρανό δυο ”μασκαράδες”. Είχαν ξεφύγει από το καρναβάλι που ‘ναι τις Απόκριες..και κρύφτηκαν εκεί ψηλά στα αστέρια …και στο θολό τον ουρανό..Κανένας δεν τους πήρε είδηση πως ξέκοψαν απ’ το κοπάδι αυτό των κλόουν..και ούτε που φανταστήκανε ποτέ, πως αυτοί θα εξανακατέβαιναν στη Γη..για να αρχίσουν πάλι τα χοροπηδήματα..και τα καμώματα..και τις καρναβαλικές τις συμπεριφορές τους..

Μα εγελάστηκαν οικτρά οι άλλοι καρναβαλιστές..και οι αρχηγοί των γκρουπ..Αυτοί το είχανε σκοπό…και μία νύχτα με φεγγάρι αποφάσισαν ερωτευμένοι να το παίξουνε…και να κατέβουνε στη Γη για να συναντηθούν…έτσι και έκαμαν μια νύχτα όμορφη…με τις στολές του ” μασκαρά” και βρέθηκαν στο φως του φεγγαριού..αποφασισμένοι για να παίξουνε σωστά το ρόλο του ”ερωτευμένου”..Μα ο ένας κλόουν ήτανε στα αληθινά γεμάτος συναισθήματα ,που ήθελε στον άλλον να τα ακουμπήσει.. O άλλος όμως ήταν και παρέμεινε ένας κακοβαμμένος  μασκαράς…με το μπογιατισμένο πρόσωπο..που δε θέλησε ποτέ του να ξεβάψει..
Κι έτσι ”παιχνίδι” αρχινίσανε τρελλό και έξυπνο και πονηρό..και ο καθένας τους ό,τι είχε και εδύνατο,επροσπαθούσε να το καταθέσει …Ήτανε ένα άνισο παιχνίδι αυτό…γιατί παιχνίδι και κουβεντολόι με τη μασκαρεμένη την αλήθεια.. ποτέ δεν εθυμήθηκα να γίνηκε ..καθώς η αλήθεια παραπονεμένη πάντα μες  στο παιχνίδι μένει…

Και τότε ο κλόουν ο ”αληθινός” που ήξερε το βάθος της ψυχής του..ήξερε ποιός είναι  τι ζητά..και το γιατί εμεταμφιέστηκε εγνώριζε…άρχισε δάκρυα να ρίχνει επάνω του καυτά…να λιώσει τις ” μπογιές” του μασκαρά…να δει τι κρύβεται στο δέρμα του το ανθρώπινο και το αληθινό από κάτω..Δεν ξέρω αν το κατάφερε
την αποκάλυψη ετούτη να αντέξει…γιατί εξαναφόρεσε φτερά…επήρε και τη μουσική που έπαιζε μονάχος του συχνά…και επροσπάθησε εκεί ψηλά…στους ουρανούς για να πετάξει…ξανά και πάλι να κρυφτεί…στα σύννεφα να κατοικήσει…Κι εκρέμασε ξανά το ολόλευκο το φόρεμα..της αγνότητας του έρωτα…που αυτός επιζητούσε…το κρέμασε εκεί ψηλά…να το στεγνώσει απ’ την αρχή..να το ξαναφορέσει…άβρεχτο και ατσαλάκωτο…λευκό και καθαρό..και αληθινό συνάμα…κι ας πόνεσε πολύ…

Κανείς δεν έσκυψε να δει…εκείνο εκεί το δάκρυ του..που πάγωσε στο μάγουλο σιμά…μπροστά εις τον καθρέφτη του σαν κοίταξε εκείνο το πρωί…κι εκοίταξε κατάματα ..ζωγραφισμένη με άλλα χρώματα …τη ροζ του την αλήθεια…

Σοφία Θεοδοσιάδη.

enloutrakio

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button