Μια εξαφανισμένη γλώσσα στη Μεσόγειο που λίγοι γνωρίζουν την ύπαρξή της!
Η Μεσόγειο εδώ και χιλιάδες χρόνια αποτελεί πεδίο επικοινωνίας και ζύμωσης διαφορετικών φαινομενικά πολιτισμών. Πολλοί ερευνητές των ανθρωπιστικών κυρίως επιστημών μελέτησαν τόσο τη βόρεια όσο και τη νότια ακτή της κλειστής αυτής θάλασσας ως μία ολότητα με συγκεκριμένα, και κατά πολοούς διακριτά, πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Και μάλλον όχι άδικα.
Βασικός πυρήνας της ομοιομορφίας και της πολιτισμικής “συγγένειας” διαφορετικών φαινομενικά πληθυσμών και λαών αποτέλεσε το εμπόριο, ήδη από τα χρόνια των Φοινίκων, μερικές χιλιετίες προ Χριστού. Η ανάγκη επικοινωνίας και συνδιαλλαγής κατέστη επιτακτική ομοίως και η ύπαρξη μιας γλώσσας που θα γίνεται κατανοητή από ευρεία στρώματα των τότε κοινωνιών.
Ανά περιόδους διάφορες γλώσσες αποτέλεσαν τον πολυπόθητο κοινό “τόπο” των λαών της Μεσογείου. Τα Αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά “στέφθηκαν” για χιλιάδες χρόνια με την κορώνα της “Lingua Franca”. Στις μετέπειτα όμως εποχές μία άλλη γλώσσα, πιο “ταπεινή” και απλοϊκή, μια γλώσσα που “γεννήθηκε” από την πρακτική ανάγκη της καθημερινής επικοινωνίας και έξω από κάθε “επισημότητα”, μια γλώσσα των απλών καθημερινών ανθρώπων θα έπρεπε και αυτή με τη σειρά της να πάρει τον τίτλο αυτόν. Κάτι που δεν συνέβη. Λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν ακόμη και την ύπαρξή της. Συντριπτικά λιγότεροι όσοι ασχολήθηκαν με αυτήν.
“Σαμπίρ”: Η “γέφυρα” της Μεσογείου
Ο λόγος για τη “Σαμπίρ”, αλλιώς και «Μεσογειακή κοινή γλώσσα», η οποία για οκτώ περίπου ολόκληρους αιώνες, από τον 11ο έως και τον 19ο, αποτέλεσε τη Lingua Franca των λαών της Μεσογείου. Δεν ομιλούνταν όμως γενικά όλα τα στρώματα των κοινωνιών. Όσοι μόνο κατείχαν το προνόμιο της Επικοινωνίας, αυτοί που ταξίδευαν συχνά, αυτοί έρχονταν σε επαφή με πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους από διάφορες περιοχές, πράγμα σπάνιο για εκείνες τις εποχές, ήταν που δημιούργησαν τη “Σαμπίρ”. Πρόκειται φυσικά για ναυτικούς, εμπόρους, αλλά και διπλωμάτες. Ο κατεξοχήν δε τόπος χρήσης της ήταν τα λιμάνια. Στα αστικά κέντρα δεν κατάφερε να ευδοκιμήσει. Οι συνθήκες ζωής η ίδια η παραγωγική διαδικασία απαιτούσε διαφορετικά προσόντα και δεξιότητες. Από την άλλη όμως δεν αποκλείεται μια κάποια πολύ περιορισμένη χρήση της.
Η ίδια η ρίζα του ονόματός της υποδηλώνει παράλληλα τον σκοπό της γλώσσας. Το “Σαμπίρ” προέρχεται από το λατινικό ρήμα “sapere” που σημαίνει «γνώσκω».
Η “Σαμπίρ” δεν ήταν κάτι το εξωπραγματικό, το δύσκολο ένα “πολυδαίδαλο” ιδίωμα. Ήταν μια γλώσσα ανάμικτη με πολλά ιταλικά στοιχεία, ενώ βασίζονταν σε λατινογενείς γλώσσες, οι οποίες ομιλούνταν στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης της Μεσογείου. Ήταν η εποχή που Γενουάτες και Βενετσιάνοι είχαν δημιουργήσει εμπορικούς σταθμούς στις ακτές ολόκληρης της λεκάνης.
Η “Σαμπίρ” ως γλώσσα διαμορφώθηκε με την πάροδο του χρόνου, συνδυάζοντας στοιχεία λεξιλογίου, συντακτικού και γραμματικής από ένα πλήθος γλωσσών, με κυριότερη την αναφορά στην ιταλική γλώσσα, τα οξιτανικά και τα προβηγκιανά. Στην ύστερη περίοδο ανάπτυξής της ενσωμάτωσε στοιχεία των ισπανικών και πορτογαλικών. Στην ωρίμανσή της συνέβαλαν “δάνεια” από τα ελληνικά, τα τουρκικά, τα γαλλικά, αλλά και τις αραβικές και βερβερικές γλώσσες της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής.
Κύριο γνώρισμα της “Σαμπίρ” αποτελούσε η απουσία πολύπλοκων γραμματικών και συντακτικών κανόνων. Η απλότητά της, χωρίς τύπους και κανόνες, και η ταυτόχρονη ενεργοποίηση της “γλώσσας του σώματος” για την απόδοση του κατάλληλου νοήματος νοήματος στα λεγόμενα του “πομπού” κατάφερε να γεφυρώσει το γλωσσικό χάσμα μεταξύ των πολιτισμών της Μεσογείου.
Η μελέτη αυτής της γλώσσας όμως άργησε να έλθει. Ο πρώτος γλωσσολόγος που ασχολήθηκε συστηματικά με το ιδίωμα ήταν ο Γερμανός Ούγκο Σούχαρτ (Hugo Schuchardt), ο οποίος πρεσβεύει τη θεωρία ότι οι Πορτογάλοι ναυτικοί, κατά τα εξερευνητικά τους ταξίδια στον τότε Νέο Κόσμο, χρησιμοποίησαν αυτή τη γλώσσα, ή τουλάχιστον ένα παρόμοιο ιδίωμα, για να επικοινωνούν με τους ιθαγενείς.
Περιλαμβάνοντας σε μεγάλο βαθμό πορτογαλικές λέξεις, η “Σαμπίρ” υιοθετήθηκε μετέπειτα από τους Άγγλους και τους Γάλλους εξερευνητές ως “σπαστά πορτογαλικά”. Εν συνεχεία αφομοιώθηκε από τις τοπικές γλώσσες και κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Σούχαρτ εξηγεί τις ομοιότητες μεταξύ των γλωσσών “πίτζιν” και “κρεολών” και των ευρωπαϊκών συγγενών τους.
Δυστυχώς η “Σαμπίρ” ουδέποτε συστηματοποιήθηκε ως γλώσσα, με τη τυπική έννοια. Οι δε γραπτές αναφορές σ’ αυτήν είναι μάλλον περιστασιακές. Έπαψε να χρησιμοποιείται πιθανότατα προς τς τέλη του 19ου αιώνα.
Επιμέλεια: Γιώργος Βασιλείου