Μια βαρκούλα δεμένη στη στεριά
Γράφει ο Γιάννης Αικατερίνης
Σε μια πόλη ζούσε μια μικρή πανέμορφη κοπέλα . Ο πατέρας όμως δεν την άφηνε όπως τα άλλα κορίτσια ελεύθερη να παίζει και ανενόχλητη να πηγαίνει βόλτα με τις φίλες της . Ακόμα και στις εκδρομές που διοργάνωνε το σχολείο της δεν πήγαινε . Ο πατέρας της άνθρωπος παλαιών αρχών, αυστηρός και με ιδιαιτέρες ανησυχίες για την κόρη του παραήταν προστατευτικός σε σημείο που γινόταν απίστευτα κακός με θύμα την μονάκριβή του θυγατέρα. Από τη μικρή ηλικία των έξι ετών είχε αρχίσει αυτή η “άρρωστη” τακτική του πατέρα της και συνεχίστηκε για πολλά χρόνια μετά. Η μάνα προσπαθούσε όσο μπορούσε κι αυτή να δικαιολογεί την κόρη της αλλά η βίαια συμπεριφορά του άντρα της δεν άφηνε πολλά περιθώρια για αλλαγή αυτής της νοοτροπίας. Στην πρώτη γυμνασίου η Ηλέκτρα γνώρισε τον Λάμπη. Ένα συνεσταλμένο αγόρι με ένα χαρακτηριστικά γλυκό πρόσωπο βγαλμένο θα ‘λεγε κανείς από ζωγραφιά. Έτσι απλά άρχισε μια γνωριμία που σιγά σιγά εξελίχτηκε σε μια αγνή σχέση , αλλά το πρόβλημα με την Ηλέκτρα ήταν το γνωστό.
Τα χρόνια περνούσαν γρήγορα . Η ίδια κατάσταση συνεχιζόταν λες και δεν είχε αλλάξει τίποτα. Τα παιδιά είχαν τελειώσει το Γυμνάσιο, άλλα η αδιαλλαξία των γονέων δεν έλεγε να σταματήσει. Παρότι τα κινητά είχαν κάνει την εμφάνισή τους καμία επαφή δεν είχε πραγματοποιηθεί εκτός σχολείου. Όταν χρειάστηκε να δανειστεί ένα κινητό από μια φίλη για να μπορούν οι δυο νέοι να επικοινωνούν έγινε γρήγορα αντιληπτό. Η μια απογοήτευση έφερνε την άλλη . Οι λίγες ώρες που συναντιόντουσαν ήταν στο σχολείο άλλα και κει ο πατέρας της είχε βάλει ανθρώπους να την παρατηρούν . Ήταν μια πραγματικά δυσάρεστη κατάσταση. Η Ηλέκτρα συχνά πυκνά δεχόταν τα πειράγματα από τις φίλες της ,αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Όλα αυτά τα χρόνια είχε αποκτήσει τεράστια υπομονή, ήταν ήρεμη με θέληση και δύναμη. Από τις καλύτερες μαθήτριες του Γυμνασίου με άριστα σε όλα τα μαθήματα πολύ διαβασμένη ,όχι μόνο σε σχολικό επίπεδο, άλλα και με γνώσεις που θα ζήλευαν καθηγητές του Πανεπιστημίου.
Κάποια στιγμή και εντελώς ξαφνικά η Ηλέκτρα μετά το τέλος των εξετάσεων εξαφανίστηκε . Το σπίτι που κατοικούσε έμοιαζε εγκαταλειμμένο. Κανένα μήνυμα καμία ειδοποίηση τίποτα. Κανείς δεν έμαθε, κανείς δεν είδε κάτι . Μια οικογένεια να χαθεί έτσι ξαφνικά από προσώπου γης. Ένα μυστήριο που ο Λάμπης δεν μπόρεσε να εξηγήσει. Οι φίλοι του όσους ρώτησε κανείς δεν ήξερε τίποτα. Το σπίτι ερμητικά κλειστό. Η αυλή άρχισε να μαζεύει σκουπίδια και τα αγριόχορτα τριγύρω μεγάλωναν γρήγορα. Ερημιά, ερημιά και εγκατάλειψη. Το σπίτι δεν ήταν κοντά στην πόλη και οι επαφές των ανθρώπων με την οικογένεια σπάνιες. Και όμως κάτι θα υπήρχε. Όλα τα ερωτήματα έχουν τη λύση τους αυτό γιατί να μην είχε; Έσπαγε το κεφάλι του ο Λάμπης να καταλάβει τι συνέβη. Είχε αγαπήσει όσο τίποτε άλλο στη ζωή του την Ήλεκτρα παρότι δεν την “έμαθε” ποτέ καλά. Ένα μεσημέρι αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στο εγκαταλειμμένο σπίτι.
Είχε μια ιδέα, το σπίτι άδειο κανείς εκεί … αν μπορούσε να μπει μέσα. Ίσως κάτι να έβλεπε κάτι ένα μικρό φως Πήρε το αγαπημένο του ποδήλατο και ανέπτυξε ταχύτητα .
Σε λίγη ώρα έφτασε μπροστά στην τεράστια εξωτερική πόρτα Κοίταξε στο βάθος προσεκτικά τίποτα. Έκανε ένα γύρω του σπιτιού, ησυχία παντού. Άφησε το ποδήλατο πίσω από κάτι θάμνους και σκαρφάλωσε τον μαντρότοιχο. Εύκολη υπόθεση για ένα αθλητή του βόλεϊ. Πήδηξε μέσα. Πλησίασε από το πλάι όπου ήταν η κουζίνα. Έριξε μια γρήγορη ματιά τριγύρω και στάθηκε ακίνητος . Ήταν μια μονώροφη μονοκατοικία με ένα τεράστιο κήπο. Πόρτες παράθυρα ερμητικά κλειστά.
Κανένας ήχος δεν ακούγονταν μέσα στο σπίτι , Κάπου μακριά γαύγιζαν κάτι σκυλιά. Πως θα έμπαινε τώρα μέσα στο σπίτι. Κλειδιά δεν είχε. Αν λειτουργούσε ο συναγερμός και άρχιζε να ουρλιάζει η σειρήνα; Θα το ρίσκαρε, τι άλλο θα ,μπορούσε να κάνει εδώ που είχε φθάσει. Δοκίμασε την πόρτα της κουζίνας απαλά. Τίποτα. Κοίταξε το παράθυρο και δοκίμασε να το ανοίξει.
Η τύχη φαίνεται πως ήταν μαζί του, το παράθυρο ως δια μαγείας άνοιξε. Η καρδιά του άρχισε να κτυπάει γρήγορα. Το έσυρε μέχρι το τέρμα του και περίμενε λίγο. Πήδηξε μέσα προσεκτικά. Σχεδόν αμέσως μια έντονη μυρωδιά κλεισούρας τρύπησε τα ρουθούνια του. Δεν μπόρεσε να προσδιορίσει από πού προερχόταν. Το επόμενο βήμα ήταν να ψάξει να βρει το δωμάτιό της. Στάθηκε και πάλι ακίνητος. Αφουγκράστηκε για ένα λεπτό περίπου .Δεν ακουγόταν το παραμικρό. Ύστερα άρχισε να ανοίγει μια μια της πόρτες. Φθάνοντας στην τελευταία κατάλαβε αμέσως ότι ήταν ο χώρος που η Ηλέκτρα αφιέρωνε σχεδόν όλο το χρόνο της. Μια τεράστια κυκλική βιβλιοθήκη που έπιανε τα τρία δεύτερα του χώρου με αποσπώμενα μέρη, ένα γραφείο , ένας μικρός καναπές και δίπλα πάνω σε ένα κομοδίνο με καθρέπτη βρισκόταν το μικρό αρκουδάκι που της είχε κάνει εκείνος δώρο στην γιορτή της. Ένα χαμόγελο έσκασε στα χείλη του. Έσκυψε και το πήρε στα χέρια του. Αναμνήσεις… Κοίταξε πάλι γύρω του. Θαύμασε αυτό τον καταπληκτικό χώρο. Αισθάνθηκε ένοχος. Άφησε στη θέση του το αρκουδάκι. Όχι, ότι έκανε το έκανε γιατί πραγματικά την αγαπούσε. Αμηχανία. πάλι αυτό το περίεργο συναίσθημα τον τρέλαινε. Τι ζητούσε εκεί, γιατί ήταν εκεί; Ένοιωσε την παρουσία της γύρω του να του κρυφογελάει . Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέπτη. Για κλέφτης πάντως δεν έμοιαζε. Γύρισε και κάθισε στο γραφείο . Άρχισε να αγγίζει ότι βρισκόταν εκεί. Ότι άγγιζε το είχε αγγίξει και εκείνη και ήταν σα να άγγιζε την ίδια. Του άρεσε αυτό το συναίσθημα. Έκανε λίγο πίσω και άρχισε να ανοίγει ένα ένα τα συρτάρια. Το ένστικτό του ήταν αυτό που του θύμισε τώρα για κάποιο ημερολόγιο που είχε η Ηλέκτρα και που το ενημέρωνε συνεχώς. Ναι αυτό έψαχνε . Μάταια όμως όσο προσεκτικά και αν κοίταξε δεν είδε κάτι σχετικό.. Ένα βιβλίο των αρχαίων ελληνικών και κάποια άλλα άσχετα το ένα πάνω στο άλλο . Ήταν έτοιμος να σηκωθεί να φύγει όταν παρατήρησε κάτι στο βιβλίο των αρχαίων ελληνικών . Λες και ήταν το ποιο χρησιμοποιημένο από όλα τα άλλα που υπήρχαν εκεί γύρω. Θα της άρεσαν πολύ τα αρχαία ελληνικά σκέφτηκε και έκανε να φύγει. Σχεδόν αμέσως γύρισε και το πήρε στα χέρια του. Άνοιξε το εξώφυλλο και ..άλλο ένα εξώφυλλο παρουσιάστηκε αμέσως κάτω από το πρώτο με τίτλο “Ημερολόγιο” .Σάστισε. Έκπληκτος άρχιζε να το ξεφυλλίζει στα γρήγορα. Σε πολλές σελίδες είδε γραμμένο το όνομα του άλλα αυτό δεν τον ενδιέφερε για την ώρα. Γύρισε γρήγορα στις τελευταίες σελίδες. Άρχισε να διαβάζει … Σήμερα “έφυγε” ο πατέρας μου. Είχε ένα ήσυχο θάνατο. Πολύ λίγοι γνωστοί και συγγενείς μας επισκέφτηκαν στο νοσοκομείο. Δεν ήταν αγαπητός ο πατέρας. Περισσότερο φόβο προκαλούσε παρά σεβασμό. Η ταφή του θα γίνει σε ένα μικρό χωριό της Θεσσαλονίκης. Η μητέρα μου και΄ γω συμφωνήσαμε να επιστρέψουμε μετά από σαράντα ημέρες. Μια μέρα πριν γυρίσω σπίτι θα πάρω τηλέφωνο στο κινητό τον αγαπημένο μου.
( Ήμουν μια βαρκούλα δεμένη στη στεριά.)
Σ΄ΑΓΑΠΩ
Αναρίγησε. Ποιος ήταν ο αγαπημένος της σε ποιον αναφερόταν;
Οι στιγμές εκείνες του φάνηκαν αιώνες μέχρι να συνειδητοποιήσει τον ήχο που έκανε κάποια στιγμή το κινητό που τον καλούσε.
-Ναι…
Μίλησε σιγά… ένοιωσε μια ταραχή μέσα του, μια αγωνία. …
-Λάμπη …..
Ήταν η φωνή της. Ο κόσμος γύρισε ξαφνικά ολόκληρος μπροστά του. Του είχε κοπεί η μιλιά. Έκανε μερικά δευτερόλεπτα να συνέλθει .
– Ήσουν μια βαρκούλα δεμένη στη στεριά της είπε ψιθυριστά.
Σιωπή …….. ο χρόνος φάνηκε να είχε σταματήσει .
–Διάβασέ μου την τελευταία λέξη, την άκουσε να λέει
-Σ΄ΑΓΑΠΩ !