Μάιλς Ντέιβις (1926 – 1991)
Αμερικανός τρομπετίστας και συνθέτης, με καθοριστική επιρροή στη μουσική του 20ου αιώνα. Υπήρξε ένας από τους πιο εμπνευσμένους μουσικούς της τζαζ, ένας απαράμιλλος σολίστας και πραγματικός καινοτόμος.
Ο Μάιλς Ντιούι Ντέιβις ο τρίτος (Miles Dewey Davis III), όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 26 Μαΐου 1926 στο Όλτον της πολιτείας Ιλινόις. Ήταν το μεσαίο από τα τρία παιδιά μιας ευκατάστατης οικογένειας μαύρων. Ο παππούς του είχε κάνει περιουσία ως λογιστής, αλλά όταν αγόρασε μεγάλη έκταση γης οι λευκοί στράφηκαν εναντίον του.
Ήρθε σε επαφή με τη μαγεία της μουσικής μέσω της ραδιοφωνικής εκπομπής «Ρυθμοί του Χάρλεμ», ακούγοντας Λούις Άρμστρονγκ, Ντιουκ Έλινγκτον, Μπέσι Σμιθ, Κάουντ Μπέιζι και όλους τους σπουδαίους καλλιτέχνες της μαύρης κουλτούρας. Έτσι, σύντομα άρχισε μαθήματα μουσικής και όταν τελείωσε το δημοτικό έπαιζε ήδη ικανοποιητικά τρομπέτα. Στα δεκαέξι του χρόνια θα γίνει μέλος της ένωσης μουσικών και στα μέσα της δεκαετίας του ’40 θα βρεθεί στη Νέα Υόρκη για να συναντήσει τον Τσάρλι Πάρκερ και τον Ντίζι Γκιλέσπι και να παίξει μαζί τους.
Γρήγορα η φήμη του θα εξαπλωθεί και θα έρθουν οι πρώτες προσωπικές ηχογραφήσεις, με το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’50. Συνεργάστηκε με σπουδαίους μουσικούς, όπως ο Σόνι Ρόλινς, ο Θελόνιους Μονκ, ο Τζον Κολτρέιν και ο Τζιλ Έβανς, σε δίσκους – σταθμούς στην ιστορία της τζαζ: «Birth of the cool» (1957), Round about midnight» (1957), «Milestones»(1958), «Kind of blue» (1959) και «Sketches of Spain» (1960). Οι ηχογραφήσεις αυτές είχαν τεράστιο αντίκτυπο, αφού χάραξαν τις κατευθυντήριες γραμμές για το ύφος της κουλ-τζαζ (cool-jazz) και τις τροπικές (modal) προσεγγίσεις της δεκαετίας του ’60.
To 1970 κυκλοφορεί το περίφημο άλμπουμ «Bitches Brew», συνεργαζόμενος με μία πλειάδα σπουδαίων μουσικών (Γουέιν Σόρτερ, Τζο Ζάβιναλ, Τσικ Κορία, Τζακ Ντετζονέτ, Τζον ΜακΛάφλιν, Ντέιβ Χόλαντ κ.ά.) και θέτει τις βάσεις του τζαζ – ροκ. Την περίοδο αυτή θα στραφεί προς το ροκ και το φανκ, συνεργαζόμενος με τον Τζίμι Χέντριξ και τον Σλάι Στόουν. Θα παραμείνει ανήσυχος ως το τέλος της ζωής του, αναζητώντας και αργότερα νέες ηχητικές εμπειρίες με τον Prince, τους Cameo, ακόμη και με τη μουσική χιπ χοπ λίγο προτού πεθάνει.
Ως τα μέσα της δεκαετίας του ’70 θα ζήσει μία εντονότατη και πολύ δημιουργική ζωή. Δίσκοι, εμφανίσεις, ναρκωτικά, γυναίκες, άστατη ζωή και γρήγοροι ρυθμοί θα τον φέρουν στα άκρα και για πέντε χρόνια θα σταματήσει κάθε μουσική δραστηριότητα. Θα επανέλθει στις αρχές της δεκαετίας του ’80, έχοντας πια μόνο εκλάμψεις του παλιού καλού εαυτού του, αν και παρέμεινε πολύ δημιουργικός και πολύ δραστήριος.
To 1990 κυκλοφορεί η «Αυτοβιογραφία» του (στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΣΕΛΑΣ), όπου για πρώτη φορά μιλάει για τον εαυτό του, τη ζωή του και την πολύκροτη καριέρα του. Μιλάει για το πρόβλημα των ναρκωτικών στα μουσικά κυκλώματα, καυτηριάζει το ρατσισμό στην αμερικανική κοινωνία, αλλά πάνω απ’ όλα μιλάει για τη μουσική και τους θρύλους της τζαζ, με τους οποίους κατά καιρούς συνεργάστηκε: τον Τσάρλι Πάρκερ, τον Ντίζι Γκιλέσπι, τον Θελόνιους Μονκ, τον Τσαρλς Μίνγκους, τον Τζον Κολτρέιν και τόσους άλλους.
Ο Μάιλς Ντέιβις έφυγε από τη ζωή στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας στις 28 Σεπτεμβρίου 1991, σε ηλικία 65 ετών.
Για περισσότερο από μισό αιώνα δέσποσε στη μουσική σκηνή της τζαζ, επηρέασε πάρα πολλούς μουσικούς και σφράγισε την εξέλιξη της μουσικής του εικοστού αιώνα όσο λίγοι, πετυχαίνοντας να παραμένει πάντα στην πρωτοπορία των εξελίξεων. Το μουσικό ύφος του είναι από τα πιο λιτά στη σύγχρονη τζαζ, παρ’ όλο που πολλές φορές παρασύρεται σε χειμάρρους φθόγγων. Η ανάπτυξη και ο λυρισμός στους αυτοσχεδιασμούς του είναι εκπληκτικοί. Συνθέσεις του, όπως οι «Nardis», «Four», «Milestones», «Solar», «So What», θεωρούνται κλασικές και ερμηνεύονται πολλές φορές από μουσικούς των νεώτερων γενεών. Ποτέ άλλοτε ο ήχος της τρομπέτας δεν θα ηχήσει με τον ίδιο τρόπο. Ο Μάιλς Ντέιβις ήταν πραγματικά μοναδικός.