Η ιστορία του βρετανικού ΕΣΥ
Η ζωή στη Μεγάλη Βρετανία ήταν σκληρή προπολεμικά. Κάθε χρόνο χιλιάδες άνθρωποι πέθαιναν από μολυσματικές ασθένειες, όπως η πνευμονία, η μηνιγγίτιδα, η φυματίωση, η διφθερίτιδα και η πολιομυελίτιδα. Η παιδική θνησιμότητα έφθανε το 20%.
Η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο εξαιτίας και του Πολέμου, όταν το 1943 ο διακεκριμένος οικονομολόγος σερ Ουίλιαμ Μπίβεριτζ παρουσίασε τη Λευκή Βίβλο για την Υγεία, όπου, μεταξύ άλλων, πρότεινε τη θέσπιση ενός δημόσιου συστήματος υγείας, που θα παρείχε δωρεάν περίθαλψη στους Βρετανούς. Αμέσως με τη δημοσίευση της έκθεσης ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση στη Μεγάλη Βρετανία, με τις συνδικαλιστικές ενώσεις των γιατρών και το Συντηρητικό Κόμμα να αντιτίθενται σε μια τέτοια προοπτική, ενώ θετική ήταν η αντίδραση του Εργατικού Κόμματος.
Το θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα μετά την αναπάντεχη νίκη των Εργατικών στις εκλογές της 5ης Ιουλίου 1945, όταν όλοι πίστευαν ότι οι Συντηρητικοί του «πατέρα της νίκης» Γουίνστον Τσόρτσιλ θα κατακτούσαν μια εύκολη νίκη. Μία από τις πρώτες προτεραιότητες του νέου πρωθυπουργού Κλίμεντ Άτλι ήταν η θεσμοθέτηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, βασισμένου στην έκθεση Μπίβεριτζ.
Ο νόμος ψηφίσθηκε το 1946 και την υλοποίησή του ανέλαβε ο Υπουργός Επικρατείας Νάι Μπίβαν, ένας παλιάς κοπής αριστερός, που ονειρευόταν ότι το ΕΣΥ θα ήταν το πρώτο βήμα για τον σοσιαλισμό. Την ίδια άποψη είχαν και οι γιατροί που μάχονταν λυσσωδώς το δημόσιο σύστημα υγείας. Χρειάστηκε δύο χρόνια σκληρών προσπαθειών του Μπίβαν και πακτωλός χρημάτων για να τους αλλάξει γνώμη.
Η επιχείρηση γοητείας και πειθούς στους γιατρούς δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, παρότι τους καθησύχασε ότι οι Εργατικοί δεν κέρδισαν τις εκλογές για να φέρουν τον κομμουνισμό στη Βρετανία. Μόλις το 10% των γιατρών έδειξαν διατεθειμένοι να ενταχθούν στο ΕΣΥ. Τότε έριξε στο τραπέζι το πιο ισχυρό του διαπραγματευτικό χαρτί: «Μπουκώστε τους το στόμα με χρυσάφι» είπε επί λέξει στους συνεργάτες του. Στις αρχές Ιουλίου του 1948 το 90% των βρετανών γιατρών ήταν μέλη του ΕΣΥ, είτε ως πλήρους απασχόλησης, είτε ως συνεργαζόμενοι. Ο Μπίβαν είχε καταλάβει πολύ καλά ότι Δημόσιο Σύστημα Υγείας χωρίς καλοπληρωμένους γιατρούς δεν μπορεί να λειτουργήσει.
Τα μεσάνυχτα της 4ης προς 5ης Ιουλίου 1948, τρία χρόνια μετά τον εκλογικό θρίαμβο των Εργατικών, άρχισε η λειτουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας στη Μεγάλη Βρετανία. Το πρωί τα νοσοκομεία παρουσίαζαν μία ασυνήθιστη εικόνα. Οι ουρές έφθαναν ως τον δρόμο. 500.000 πολίτες αναζήτησαν τις δωρεάν ιατρικές υπηρεσίες, τις οποίες ως την προηγούμενη μέρα πλήρωναν από την τσέπη τους.
Οι βασικοί πυλώνες του Βρετανικού Συστήματος Υγείας ήταν η χρηματοδότησή του από τον κρατικό προϋπολογισμό και η δωρεάν περίθαλψη για όλους, ακόμη και για τους τουρίστες που επισκέπτονταν τη χώρα. Στα πρώτα του βήματα, καθοριστική ήταν και η αμερικανική βοήθεια μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ. Με την πάροδο των χρόνων υπέστη αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, με την υιοθέτηση κανόνων της αγοράς, πρώτα από τη Μάργκαρετ Θάτσερ τη δεκαετία του ’80 και μετά από τον Τόνι Μπλερ στις αρχές του 2000.
Το Βρετανικό ΕΣΥ, που αποτέλεσε το πρότυπο για ανάλογες απόπειρες σε πολλά κράτη του κόσμου, καθίσταται συχνά αντικείμενο κριτικής για μεγάλες λίστες αναμονής, το χαμηλό επίπεδο της αντιβακτηριδιακής προστασίας στις νοσοκομειακές του μονάδες, τη μη προσαρμογή του στις νέες τεχνολογίες, την έλλειψη οδοντιάτρων και εξειδικευμένου προσωπικού και τα μεγάλα ελλείμματά του. Παραμένει, όμως, αναπόσπαστο τμήμα της κοινωνίας και του πολιτισμού της Μεγάλης Βρετανίας, μια «Εθνική Θρησκεία», όπως έχει ειπωθεί.
Το βρετανικό ΕΣΥ, με προϋπολογισμό 154 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2007, απασχολεί περίπου 1.300.000 εργαζόμενους, όντας ο πέμπτος μεγαλύτερος εργοδότης στον κόσμο μετά το Υπουργείο Άμυνας της Κίνας, τους Σιδηροδρόμους της Ινδίας, τα αμερικανικά πολυκαταστήματα Wal-Mart και το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ.