Γκιστάβ Ντ’ Εστάλ (1804 – 1886)
Γάλλος συγγραφέας, ο οποίος έζησε στην Ελλάδα τα πρώτα χρόνια του Όθωνα και στη συνέχεια διακρίθηκε για τον φιλελληνισμό του.
Ο Γκιστάβ Σελινγκμάν ντ’ Εστάλ (Gustave Selingman d’ Eichthal) γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου 1804 στο Νανσί της Γαλλίας. Έφερε τον τίτλο του βαρώνου, όπως και ο τραπεζίτης πατέρας του Λουί Ντ’ Εστάλ, ιδρυτής της ομώνυμης τράπεζας των Παρισίων. Εβραίος το θρήσκευμα, μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό σε ηλικία 13 ετών.
Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο μαθήτευσε κοντά στον Γάλλο θετικιστή φιλόσοφο Ογκίστ Κοντ (1798-1857), ο οποίος έθεσε τις βάσεις της Κοινωνιολογίας. Ο Κοντ τον μύησε στις δοξασίες του κόμη Σεν Σιμόν (1760-1825), ενός από τους πρώτους ουτοπικούς σοσιαλιστές. Ο σενσιμονσιμός, όπως ονομάστηκε το δόγμα του, προπαγάνδιζε την πλήρη εξαφάνιση κάθε ιδιοκτησίας, που δεν αποτελούσε προϊόν εργασίας και επιζητούσε τη μετατροπή του κράτους από μέσο κυριαρχίας και διοίκησης προσώπων σε οργανωτή της παραγωγής και ρυθμιστή των πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων. Πίστευε ότι η εκβιομηχάνιση, που τότε αναπτυσσόταν, θα έλυνε κάποτε όλα τα κοινωνικά προβλήματα, με την αφθονία και αύξηση των παραγόμενων αγαθών μέσω των νέων τεχνολογιών και την αύξηση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων, εξαιτίας της αυξημένης παραγωγής.
Τον Οκτώβρη του 1833, ο Γουσταύος ντ’ Εϊχτάλ, όπως ήταν γνωστός στην Ελλάδα, κυνηγημένος από τη γαλλική κυβέρνηση για τις ιδέες του, έφθασε στο Ναύπλιο, κατόπιν πρόσκλησης του γαλλόφιλου πολιτικού Ιωάννη Κωλέττη (1773-1843), που ήταν Υπουργός Εσωτερικών, με σκοπό να προσπαθήσει να οικοδομήσει μια βιομηχανική κοινωνία «με επάρκεια αγαθών, φωτισμένη από την επιστήμη, όπου η αγάπη θα εμπόδιζε τον κοινωνικό αγώνα και τον πόλεμο και όπου κυρίαρχο θα είναι το πνεύμα». Ο Ντ’ Εστάλ διεκδίκησε την πατρότητα της ίδρυσης του Γραφείου Δημοσίας Οικονομίας (29 Απριλίου 1834), ως ιδιαιτέρας υπηρεσίας του Υπουργείου Εσωτερικών, με φιλόδοξους στόχους, όπως η χαρτογράφηση της Ελλάδας, η απογραφή πληθυσμού και η σύνταξη κτηματολογίου. Ο ίδιος πρότεινε ένα σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης, που στηριζόταν στον εποικισμό της Ελλάδας από ξένους κεφαλαιούχους, στους οποίους θα παραχωρούνταν μεγάλες εκτάσεις από τις εθνικές γαίες. Στο πνεύμα αυτό εντασσόταν και η αποξήρανση της λίμνης της Κωπαΐδας, την οποία πρώτος αυτός πρότεινε και η οποία έγινε πραγματικότητα μόλις το 1931.
Παράλληλα με άλλους Γάλλους ομοϊδεάτες του που ζούσαν στο Ναύπλιο, όπως ο Φραγκίσκος Γκραγιάρ (1794-1853, δημιουργός του πρώτου αστυνομικού σώματος στην Ελλάδα, της Χωροφυλακής), είχαν ιδρύσει μυστικά τη Σενσιμονιστική Εταιρεία και προωθούσαν τις ιδέες της. Αυτό το πληροφορήθηκε ο αντιβασιλέας Άρμανσπεργκ και με επιστολή του στις 19 Σεπτεμβρίου 1834 ζήτησε από τον πρωθυπουργό Ιωάννη Κωλέττη να λάβει μέτρα κατά του Ντ’ Εστάλ και των ομοϊδεατών του. Κατά βάθος ο αγγλόφιλος Άρμανσμπεργκ φοβόταν την επέλαση του γαλλικού κεφαλαίου στην Ελλάδα, αν εφαρμόζονταν οι προτάσεις του Ντ’ Εστάλ. Μετά την ενηλικίωση του Όθωνα και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Άρμανσμπεργκ, ο Κωλέττης έχασε την πολιτική του δύναμη και ο προστατευόμενός του Ντ’ Εστάλ αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να επιστρέψει στη Γαλλία το καλοκαίρι του 1835.
Ένα χρόνο αργότερα έγραψε το βιβλίο Les Deux Mondes («Οι Δύο Κόσμοι»), στο οποίο περιέγραφε τις αναμνήσεις του από την ελληνική του περιπέτεια. Τα επόμενα χρόνια άρχισε να προπαγανδίζει την καθιέρωση της ελληνικής ως παγκόσμιας γλώσσας Το 1864 δημοσιεύει στο Παρίσι μία ολιγοσέλιδη εργασία που την τιτλοφορεί De l’usage pratique de la langue grecque («Η πρακτική χρήση της Ελληνικής Γλώσσας»). Σύμφωνα με μαρτυρία του ιδίου, η εργασία αυτή είναι αποτέλεσμα συνεργασίας που είχε με τον Έλληνα λόγιο Mάρκο Pενιέρη (1815-1897).
Μέσα στις σελίδες του βιβλίου του, που μεταφράστηκε και στα ελληνικά, ο Ντ’ Εστάλ επιχειρεί να ορίσει ένα σχέδιο για την προώθηση της ελληνιστικής κοινής ως γλώσσας διεθνούς επικοινωνίας, όπου η τελευταία θα λειτουργεί παράλληλα με τις εθνικές γλώσσες του κάθε λαού. Σε αυτό το πλαίσιο, προτείνει τη διεύρυνση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στα σχολεία, καθώς και την υιοθέτηση της νεοελληνικής προφοράς για την ανάγνωση των αρχαίων. H δημοσίευση αυτή προκάλεσε συζητήσεις στη χώρα του, στην οποία ενεπλάκησαν αρκετοί μείζονες λόγιοι της εποχής, ενώ για ένα μικρό χρονικό διάστημα ξεπέρασε τα σύνορα της Γαλλίας. Το 1881 υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του σωματείου L’Association pour l’ Encouragement des Etudes Grecques (Ένωση για την Ενθάρρυνση των Ελληνικών Σπουδών).
Ο Ντ’ Εστάλ ήταν παντρεμένος με τη Σεσίλ Ροντρίγκες-Ενρίκες, κόρη πλούσιας εβραιοπορτογαλικής οικογένειας, που είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία. Μαζί της απέκτησε τρία παιδιά, δύο αγόρια κι ένα κορίτσι.
Ο Γκιστάβ Ντ’ Εστάλ πέθανε στις 9 Απριλίου 1886 στο Παρίσι. Η φίλη του Τζέιν Καρλάιλ, σύζυγος του Σκωτσέζου συγγραφέα Τόμας Καρλάιλ, τον περιέγραψε ως «μία ευγενική ψυχή, έμπιστη, αποφασιστική κι έτοιμη να πεθάνει για τα πιστεύω της». Μετά τον θάνατό του, οι δύο γιοι του δημοσίευσαν το βιβλίο του Η Ελληνική Γλώσσα («La Langue Grecque»).