ΛΟΥΤΡΑΚΙ : Κώστας Νταμαδάκης «Καρεκλάς» (2 BINTEO)
Πηγή Perahora.gr
Ρεπορταζ- επιμέλεια Γιάννης Αικατερίνης
Κώστας Νταμαδάκης ή «Καρεκλάς»(1904-1984).
Καί στό Ελληνικό Θέατρο Σκιών. Ο Κωνσταντίνος
Νταμαδάκης ή Καρεκλάς δεν ήταν όποιος όποιος.
Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού
θεάτρου Σκιών. Και μόνο το γεγονός ότι κατάφερνε να
παίζει συνεχώς, για πενήντα και βάλε χρόνια, σε μια
δύσκολη καραγκιοζομάνα πιάτσα σαν το Λουτράκι, έλεγε πολλά…
(Κ.Τσίπηρας)
Από το βιβλίο του Κώστα Τσίπηρα “Ο ήχος του Καραγκιόζη” Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2001, σελ. 357, αναδημοσιεύουμε ένα μέρος του προλόγου.
Παραθερίζαμε τότε στο Λουτράκι, μια πόλη στην οποία μεσουρανούσε το άστρο του μεγάλου καραγκιοζοπαίχτη Κωνσταντίνου Νταμαδάκη ή Καρεκλά. (…)
Ο πατέρας μου δεν είχε στραμμένο το βλέμμα του αποκλειστικά προς τη Δύση και τον πολιτισμό της. Φρόντισε να δείξει στο γιο του και τον πολιτισμό που ήρθε από την Ανατολή και ρίζωσε στον τόπο μας. “Να αγαπάς, όσο ζεις, τον Καραγκιόζη”, ήταν τα λόγια που μου είπε ένα βράδυ. “Γιατί ο Καραγκιόζης είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει δημιουργήσει ο σύγχρονος Έλληνας τα τελευταία χρόνια”.
Ο Νταμαδάκης έπαιζε τότε σε ένα μικρό θεατράκι στην κεντρική πλατεία της πόλης. Ένα βράδυ, θα πρέπει να ήμουν οχτώ χρονών, το τόλμησα, δεν ξέρω πώς. Ήθελα να δω και τι υπήρχε πίσω από το λευκό πανί.
Και δε μου έδειξε απλώς πώς να κρατάω τη φιγούρα, αλλά ένα βράδυ που έλειπε η κόρη του, η Λέλα, που, εκτός από καλή τραγουδίστρια τραγουδιών του Καραγκιόζη, ήταν και καλή βοηθός του, μου ζήτησε και να τον βοηθήσω.
Τα χρόνια περνούσαν ευτυχισμένα κι εγώ εξακολουθούσα να παίζω, έστω και σαν δεύτερος και τρίτος βοηθός, στον Καραγκιόζη. Τι τύχη! Άλλα παιδάκια της ηλικίας μου έπαιζαν με αυτοσχέδιες φιγούρες μεταξύ τους, κι εγώ με πραγματικές φιγούρες, για ένα πραγματικό κοινό! (…)
Πρώτη μου επαφή ο μεγάλος καραγκιοζοπαίχτης «Ορέστης» (Ανέστης Βακάλογλου), που τον είχα γνωρίσει δύο χρόνια νωρίτερα, σε κάποιο από τα ατέλειωτα ταξίδια μου στους ελληνικούς τόπους. Ο Ορέστης ήταν αυτός που με έφερε σε επαφή με το Σωματείο Ελλήνων Καραγκιοζοπαιχτών, που μου γνώρισε τους υπέροχους Νιόνιο Αλεξόπουλο, Παναγιωτάρα και Βασίλαρο, που μου έδωσε την ευχάριστη είδηση: Όχι! Ο Νταμαδάκης δεν είχε πεθάνει! Ζούσε φτωχός και λησμονημένος σε ένα σπίτι στο Περιστέρι.
-με τη μορφή του, σπουδαίου, Θανάση του Σπυρόπουλου, στο καλοκαιρινό θεατράκι του οποίου, στην Ανάκασα, στους Αγίους Αναργύρους, ξημεροβραδιαζόμουνα .-
– με τη μορφή του Ορέστη, για χατίρι του οποίου ταξίδευα τρεις και τέσσερις φορές κάθε καλοκαίρι στον Πύργο, όπου καθόμουν πολλές μέρες, για να ευχαριστηθώ το παίξιμο αυτού του μεγάλου καλλιτέχνη·
Όμως οι μεγάλοι καραγκιοζοπαίχτες και φίλοι μου, άνθρωποι κατά βάση μεγάλης πια ηλικίας, άρχισαν να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο.
Δεν άντεχα άλλο να βλέπω τους μεγάλους της τέχνης του θεάτρου Σκιών να πεθαίνουν πάμφτωχοι και λησμονημένοι και η Πολιτεία να μην κάνει τίποτα γι’ αυτούς.
Και πέρασαν αρκετά χρόνια λύπης και σιωπής. Και πέρασαν αρκετά χρόνια, μέχρι η λύπη μέσα μου να μετατραπεί σε οργή. Οι σύγχρονοί μου Νεοέλληνες δε γνώριζαν πια παρά μόνο τον Σπαθάρη.
Γιατί η φωνή τους είναι η ίδια η φωνή της Ελλάδας, που, σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, αγωνίζεται να περισώσει ό,τι πολυτιμότερο έχει, την πολιτιστική της κληρονομιά, μέρος της οποίας, φυσικά, είναι και ο ελληνικός Καραγκιόζης…
Αθήνα, 15/1/2001
Κώστας Νταμαδάκης ή «Καρεκλάς»(1904-1984).
Καί στό Ελληνικό Θέατρο Σκιών. Ο Κωνσταντίνος
Νταμαδάκης ή Καρεκλάς δεν ήταν όποιος όποιος.
Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού
θεάτρου Σκιών. Και μόνο το γεγονός ότι κατάφερνε να
παίζει συνεχώς, για πενήντα και βάλε χρόνια, σε μια
δύσκολη καραγκιοζομάνα πιάτσα σαν το Λουτράκι, έλεγε πολλά…
(Κ.Τσίπηρας)
Από το βιβλίο του Κώστα Τσίπηρα “Ο ήχος του Καραγκιόζη” Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2001, σελ. 357, αναδημοσιεύουμε ένα μέρος του προλόγου.
Παραθερίζαμε τότε στο Λουτράκι, μια πόλη στην οποία μεσουρανούσε το άστρο του μεγάλου καραγκιοζοπαίχτη Κωνσταντίνου Νταμαδάκη ή Καρεκλά. (…)
Ο πατέρας μου δεν είχε στραμμένο το βλέμμα του αποκλειστικά προς τη Δύση και τον πολιτισμό της. Φρόντισε να δείξει στο γιο του και τον πολιτισμό που ήρθε από την Ανατολή και ρίζωσε στον τόπο μας. “Να αγαπάς, όσο ζεις, τον Καραγκιόζη”, ήταν τα λόγια που μου είπε ένα βράδυ. “Γιατί ο Καραγκιόζης είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει δημιουργήσει ο σύγχρονος Έλληνας τα τελευταία χρόνια”.
Ο Νταμαδάκης έπαιζε τότε σε ένα μικρό θεατράκι στην κεντρική πλατεία της πόλης. Ένα βράδυ, θα πρέπει να ήμουν οχτώ χρονών, το τόλμησα, δεν ξέρω πώς. Ήθελα να δω και τι υπήρχε πίσω από το λευκό πανί.
Και δε μου έδειξε απλώς πώς να κρατάω τη φιγούρα, αλλά ένα βράδυ που έλειπε η κόρη του, η Λέλα, που, εκτός από καλή τραγουδίστρια τραγουδιών του Καραγκιόζη, ήταν και καλή βοηθός του, μου ζήτησε και να τον βοηθήσω.
Τα χρόνια περνούσαν ευτυχισμένα κι εγώ εξακολουθούσα να παίζω, έστω και σαν δεύτερος και τρίτος βοηθός, στον Καραγκιόζη. Τι τύχη! Άλλα παιδάκια της ηλικίας μου έπαιζαν με αυτοσχέδιες φιγούρες μεταξύ τους, κι εγώ με πραγματικές φιγούρες, για ένα πραγματικό κοινό! (…)
Πρώτη μου επαφή ο μεγάλος καραγκιοζοπαίχτης «Ορέστης» (Ανέστης Βακάλογλου), που τον είχα γνωρίσει δύο χρόνια νωρίτερα, σε κάποιο από τα ατέλειωτα ταξίδια μου στους ελληνικούς τόπους. Ο Ορέστης ήταν αυτός που με έφερε σε επαφή με το Σωματείο Ελλήνων Καραγκιοζοπαιχτών, που μου γνώρισε τους υπέροχους Νιόνιο Αλεξόπουλο, Παναγιωτάρα και Βασίλαρο, που μου έδωσε την ευχάριστη είδηση: Όχι! Ο Νταμαδάκης δεν είχε πεθάνει! Ζούσε φτωχός και λησμονημένος σε ένα σπίτι στο Περιστέρι.
Όταν πήγα να τον ξαναδώ -είχαν μόλις περάσει μερικές βδομάδες από τη μεγάλη πλημμύρα που κατέστρεψε τη Δυτική Αττική-, βρήκα ένα γερασμένο μπαρμπα-Κώστα, σωστό ράκος, για το γεγονός ότι τα νερά κατέστρεψαν τις δερμάτινες φιγούρες του.
-με τη μορφή του, σπουδαίου, Θανάση του Σπυρόπουλου, στο καλοκαιρινό θεατράκι του οποίου, στην Ανάκασα, στους Αγίους Αναργύρους, ξημεροβραδιαζόμουνα .-
– με τη μορφή του Ορέστη, για χατίρι του οποίου ταξίδευα τρεις και τέσσερις φορές κάθε καλοκαίρι στον Πύργο, όπου καθόμουν πολλές μέρες, για να ευχαριστηθώ το παίξιμο αυτού του μεγάλου καλλιτέχνη·
Όμως οι μεγάλοι καραγκιοζοπαίχτες και φίλοι μου, άνθρωποι κατά βάση μεγάλης πια ηλικίας, άρχισαν να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο.
Δεν άντεχα άλλο να βλέπω τους μεγάλους της τέχνης του θεάτρου Σκιών να πεθαίνουν πάμφτωχοι και λησμονημένοι και η Πολιτεία να μην κάνει τίποτα γι’ αυτούς.
Και πέρασαν αρκετά χρόνια λύπης και σιωπής. Και πέρασαν αρκετά χρόνια, μέχρι η λύπη μέσα μου να μετατραπεί σε οργή. Οι σύγχρονοί μου Νεοέλληνες δε γνώριζαν πια παρά μόνο τον Σπαθάρη.
Γιατί η φωνή τους είναι η ίδια η φωνή της Ελλάδας, που, σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, αγωνίζεται να περισώσει ό,τι πολυτιμότερο έχει, την πολιτιστική της κληρονομιά, μέρος της οποίας, φυσικά, είναι και ο ελληνικός Καραγκιόζης…
Αθήνα, 15/1/2001