Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος της εφημερίδας μας
Ενδιαφέροντα

Ο σπουδαίος Έλληνας ζωγράφος Δημήτρης Μυταράς που έφυγε χθες, Πέμπτη (φωτό)

«Αν ξύσεις ένα έργο τέχνης θα βγει αίμα» έλεγε κάποτε ο Δημήτρης Μυταράς, που έφυγε χθες, Πέμπτη, από τη ζωή στα 83 του χρόνια, περιγράφοντας άθελά του αυτό ακριβώς που έκανε με τη ζωγραφική του: το ότι προσπαθούσε να χωρέσει στις παραστατικές μορφές την ουσία των ανθρώπων -το αίμα της ψυχής τους μέσα από κεχριμπαρένιο κόκκινο, την παντοτινή θαλασσινή ελευθερία τους μέσα από το βαθύ μπλε του κοβαλτίου. Δεν έπαψε να μελετά και να αφουγκράζεται τις απλές αντιδράσεις τους θέλοντας να τους βγάλει για πάντα από το «κλουβί των αιτίων και των αιτιατών», όπως έλεγε ο ποιητής, για να τους αποθεώσει στην πολύ απτή τους διάσταση.

Ο,τι ξέφευγε, άλλωστε, από την προσοχή και ό,τι καταγραφόταν ως καθημερινή συνήθεια στα μάτια του Μυταρά μετουσιωνόταν σε Απόλυτη συνθήκη. Εγκατέλειψε έτσι από νωρίς τις νόρμες των τοπίων τα οποία μετέτρεψε ήδη από τα πρώτα του χρόνια ως καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών σε σχολιασμούς του πολιτικού -τότε στα πολύπαθα χρόνια της χούντας. Αυτά τα έργα των εξωτερικών χώρων -ενός πολιτισμού που θέλησε να διαλύσει το απολυταρχικό καθεστώς των Συνταγματαρχών- συνομίλησαν ιδανικά με τα αμέσως επόμενα «Επιτύμβια», δηλωτικά του τέλους της χώρας. Έκτοτε ο Μυταράς θα χαρακτηριστεί ο ανθρωποκεντρικός ζωγράφος που αγάπησε την ευτυχία των πουλιών, το φευγαλέο της στιγμής, την άπιαστη ευτυχία που ένα παιδί θα ζητούσε από το χρώμα, τη δημοκρατία της καθημερινότητας. Υπήρξε άλλωστε εσκεμμένα αφελής -με την καλλιτεχνική έννοια το όρου- όπως ο Ελύτης ή Πικάσο οι οποίοι εξύμνησαν την αφέλεια και την αναζήτησαν σε κάθε τους έργο ως το πρώτο άγγιγμα, ως την πρώτη ανάσα της ελευθερίας, ως το φευγαλέο και το ονειρικό (γιατί πάντα στην άκρη κάθε του πίνακα υπήρχε ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του ονείρου).

Κοπέλες

Ένας αιώνιος έφηβος θαρρείς ήταν για πάντα κρυμμένος στα τεράστια, ογκώδη σώματα που καταλάμβαναν την παλέτα του από άκρη σε άκρη. Ευγνώμων απέναντι στο καθημερινό και το πηγαίο δεν θέλησε ποτέ να γίνει περισσότερο ακατανόητος ή λιγότερο συμβολικός. Ήταν ακριβώς όπως έπρεπε και ήθελε να μιλήσει με τη ζωγραφική με τον ίδιο τρόπο που θα έπαιζε με τις νότες.

Μορφή μπροστά στον καθρέφτη

Όπως είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή του: «Ηθελα πάρα πολύ να κάνω μουσική αλλά δεν ξέρω να γράψω, δεν ξέρω τις νότες. Ο γιος μου είναι μουσικός αλλά εγώ δεν ασχολούμαι με αυτό όπως ας πούμε δεν ασχολούμαι καθόλου με το χορό». Γι αυτό και προτιμούσε τις σκηνογραφίες καθώς συνεργάστηκε με κορυφαία ονόματα του Ελληνικού θεάτρου όπως τον καλό του φίλο αείμνηστο Μίμη Κουγιουμτζή από το θέατρο Τέχνης -αλλά και με σπουδαίους δημιουργούς των κορυφαίων θεάτρων της χώρας (Εθνικό και ΚΘΒΕ). Απόλυτα λαϊκός και άμεσος ύμνησε και αγάπησε τον απλό κόσμο: τους ψαράδες από την πατρίδα του τη Χαλκίδα, τους μεροκαματιάρηδες -τους ανώνυμους μοτοσυκλετιστές και ποδηλάτες που πρωταγωνίστησαν στα έργα του. Δεν ξέχασε ποτέ τον άνθρωπο του μόχθου, όπως αντίστοιχα πάντοτε θυμόταν τα δύσκολα παιδικά χρόνια της κατοχής με τον κουρέα πατέρα του να προσπαθεί μάταια να τα βγάλει βόλτα. Η μητέρα του πέθανε πολύ νωρίς μόλις, προτού καν κλείσει τα τριάντα, και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε «μια καταπληκτική γυναίκα» όπως έλεγε ο ίδιος «από τον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο, τα Αχμέταγα ή το Προκόπι» και έτσι κατάφεραν και εξασφάλισαν κάποια τρόφιμα τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Την Χαλκίδα δεν την άφησε ποτέ και μέχρι τέλους κατοικούσε εκεί μαζί με την πολυαγαπημένη του σύζυγο Χαρίκλεια διατηρώντας και δικό τους εργαστήρι -πάντοτε ανοιχτό τους φοιτητές και τους επισκέπτες.

Περα από τη ζωγραφική, τον Δημήτρη Μυταρά απασχολούσαν πολύ όλα τα είδη του λόγου, ειδικά η ποίηση καθώς έγραφε και εξαιρετικούς στίχους. Λάτρης του σκωπτικού ύφους και σπουδαίος επιγραμματιστής είχε γράψει και μια σειρά από ρητά και επιφυλλίδες που είχαν δημοσιευτεί σε βιβλίο με τον άκρως ειρωνικό τίτλο «Ο Σκύλος δαγκώνει» (το βιβλίο αυτό όπως και άλλοι τίτλοι που φέρουν την υπογραφή του κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Καστανιώτη).

Αντίστοιχα τον απασχολούσαν και τα διάφορα κοινωνικά μοντέλα αντιδράσεων και συμπεριφοράς για αυτό και έγραψε μια σειρά από μελέτες με τίτλους όπως «Το μοντέλο της βίας στα μέσα μαζικής επικοινωνίας» ή «Το μοντέλο της οικολογίας». Το θεωρητικό ενδιαφέρον κυρίως πήγαζε από μια σειρά από θέματα που προτιμούσε να συζητάει ανοιχτά με τους φοιτητές και εξαιτίας του εκδημοκρατισμού που επέφερε στη Σχολή των Καλών Τεχνών τη δεκαετία του 80 ως πρύτανης κατάφερε να καθιερωθεί ένας άλλος πιο ζωντανός και διαφορετικός άξονας διδασκαλίας τον οποίο είχε διδαχθεί από τα χρόνια του στο Παρίσι όταν σπούδαζε σκηνογραφία στην «École Supérieure des Arts Décoratifs».

Ιδιαίτερα αγαπητός στο ευρύ κοινό και στους ομότεχνους του όλοι είχαν καλά λόγια να πουν για εκείνον τον μειλίχιο, πάντοτε ανοιχτό άνθρωπο. Ίσως αυτή να είναι η αιτία που παρότι καταξιωμένος δεν απέκτησε ποτέ πλούτη και προτιμούσε να μοιράζεται τα μυστικά της τέχνης του-και τα προνόμια του-με όλους όσοι το είχαν ανάγκη. Γι αυτό να πικράθηκε πολύ όταν η Ακαδημία Αθηνών αποφάσισε να τον διαγράψει, μόλις πέρυσι, από μέλος της επειδή στερήθηκε την όραση του και δεν μπορούσε πλέον να συμμετάσχει στις συνεδριάσεις. Έφυγε πικραμένος από τις κλειστές κάστες αλλά πάντα γεμάτος αγάπη και πλήρης από ανθρωπιά και ιδέες. Διέθετε άλλωστε αυτό το πνεύμα που όπως έλεγε και ο Ελύτης «για να το εισδεχθείς πρέπει να κάνεις ένα άλμα πάνω από τη συγκίνηση. Και να χεις την ψυχή σου στα δάχτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη. Από κει μιλάει ο κόσμος».

Και αυτό ο βαθιά ανθρωπιστής Δημήτρης Μυταράς το ήξερε καλά -αυτή είναι η κληρονομιά- το ότι μιλούσε στον κόσμο βαθιά στην ψυχή και στην καρδιά του.

«Τσίπρας: Αντίο Δημήτρη Μυταρά»

Με τα εξής λόγια αποχαιρέτησε τον μεγάλο Έλληνα ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, μέσω του επίσημου λογαριασμού του στο twitter:
«Έφυγε απόψε από κοντά μας ένας σπουδαίος εκπρόσωπος της ελληνικής ζωγραφικής. Αντίο, Δημήτρη Μυταρά».

enloutrakio

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button