Ο Λουτρακιώτης Μιχάλης Ρέππας δήλωσε σε συνέντευξη : «Θέλω να διασκεδάζω. Πέρασα τα 65 και έχει αρχίσει να μη με νοιάζει»
«Τρεις Χάριτες», «Βίρα τις Άγκυρες», «Δις εξαμαρτείν», «Safe Sex», «Το Κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο», «Μπαμπάδες με ρούμι». Λίγοι μας έχουν κάνει να γελάσουμε τόσο τα τελευταία 30 χρόνια όσο ο Μιχάλης Ρέππας. Ο ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτης που εξαιτίας του «το Τζέλα Δέλτα δεν είχε φουγάρα» αφηγείται τη ζωή του στη LifO.
Μιχάλης Ρέππας: «Θέλω να διασκεδάζω. Πέρασα τα 65 και έχει αρχίσει να μη με νοιάζει»
«Το “Κλάμα” δεν το βλέπω σαν σάτιρα του κινηματογράφου, το βλέπω σαν σάτιρα του λαϊκισμού. Ενός λαϊκισμού στον οποίο είμαστε όλοι έτοιμοι να γλιστρήσουμε ανά πάσα στιγμή». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Λουτράκι. Είναι άλλο το να είσαι από μια αυτόνομη και αυτάρκη πόλη ή χωριό ή κωμόπολη και εντελώς διαφορετικό το να κατάγεσαι από τουριστικό μέρος. Είναι εντελώς άλλη ζωή. Το προπολεμικό Λουτράκι ήτανε θέρετρο των αστών. Είχε καζίνο και υπέροχα ξενοδοχεία, τα οποία με έναν παλιότερο σεισμό και με τον πιο πρόσφατο του 1981 σχεδόν έχουν αποδεκατιστεί.
• Από την Δ΄ γυμνασίου, δηλαδή την Α΄ λυκείου, πήγα στην Κόρινθο, στο Πρακτικό. Έπαιρνα κάθε πρωί το λεωφορείο και κάθε μεσημέρι γύριζα στο Λουτράκι. Ήμουνα ετεροδημότης μαθητής. Αν από την Κόρινθο περνούσαν 80 παιδιά σε ανώτατα ιδρύματα, από το Λουτράκι περνούσε ενάμισης μαθητής τον χρόνο. Είναι άνθρωποι οι οποίοι είναι ολότελα προσανατολισμένοι στον τουρισμό. Έχουν αυτή την περίεργη ζωή των τεσσάρων-πέντε μηνών δουλειάς και των υπόλοιπων εφτά ουδέτερων μηνών. Ο πατέρας μου ασχολούνταν με τον τουρισμό δευτερογενώς. Πουλούσε ζάχαρη, αλλά όχι μόνο στα μπακάλικα. Καταλαβαίνεις τι έφευγε το καλοκαίρι.
• Ο παππούς μου είχε ένα πολύ διάσημο εστιατόριο στην πλατεία Λουτρακίου, «Τα Ρεππάκια», το οποίο συνέχισαν για λίγα χρόνια οι θείοι μου. Τώρα αντιλαμβάνεσαι πώς ήταν η κατάσταση μεταπολεμικά, σε μια Ελλάδα που αγκομαχούσε να συνέλθει. Εγώ γεννήθηκα το 1959 και φυσικά τη δεκαετία του 1960 έζησα μια ειδυλλιακή ζωή. Όλες οι σκοτεινές ιστορίες για τον πόλεμο ήτανε κάτι πάρα πολύ μακρινό. Στα αυτιά ενός παιδιού ακουγόντουσαν σαν κάτι πάρα πολύ παλιό, που δεν το αφορά. Αν σκεφτώ τώρα πόσο απέχουμε χρονικά από τη Χούντα, τρελαίνομαι με το πόσο μικρή απόσταση είχα εγώ από τον πόλεμο.
«Τα πρόσωπα που ευγνωμονώ στη ζωή μου είναι η Τζόυς για τα γέλια, η Βαγενά για το προξενιό και η κυρία Ελβίρα για τις “Τρεις Χάριτες”. Απορρίφθηκε από τα κρατικά κανάλια και από τον Ant1 αλλά το πήρε το Mega. Από εκεί εγώ πάτησα ένα κουμπί και άρχισε να ανεβαίνει το ασανσέρ και το ένα έφερνε το άλλο».
• Η μαμά μου ήταν ένα κοριτσάκι απ’ την Περαχώρα που ήρθε νύφη στο Λουτράκι. Ήταν πάρα πολύ ενζενί. Η ξαδέρφη μου η Ειρήνη κάποια στιγμή, κάπως ήρθε η κουβέντα για τη θεία Μπεμπέκα των «Τριών Χαρίτων», και μου είπε: «Δεν ξέρεις ποια είναι η Μπεμπέκα;». «Όχι», λέω, «γιατί, ξέρεις εσύ;», μιας και θεωρούσα ότι είναι ένα πρόσωπο επινοημένο απ’ τη φοβερή θεατρική μου φαντασία. «Η μάνα σου, Μιχάλη», μου απαντά. Πράγματι, είναι μια μετάλλαξη της μαμάς μου. Απλώς η Άννα Κυριακού είχε ένα πολύ αστικό αθηναϊκό ήθος, διότι είναι απόλυτα Αθηναία. Η μάνα μου ήταν ένα κορίτσι της επαρχίας που είχε ενζενίστικη νοοτροπία. Πολλά δεν συνειδητοποιώ όταν γράφω και μετά καταλαβαίνω ότι είναι καθαρή αντιγραφούρα.
Μιχάλης Ρέππας: «Ο άνθρωπος που δεν έχει μανιέρα δεν έχει προσωπικότητα»
Facebook Twitter
«Εννοείται πως με ενδιέφερε το θέατρο αλλά ντρεπόμουν να το εκφράσω. Μου φαινόταν πολύ ψωνίστικο να πεις “θέλω να κάνω θέατρο”».Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
• Το ότι υπήρχαν άνθρωποι που είχαν διαφορετική νοοτροπία από εμάς το καταλάβαινα κάνοντας παρέα με παιδάκια που ήταν από την Αθήνα και ερχόντουσαν το καλοκαίρι για διακοπές. Οι ενδοοικογενειακές τους σχέσεις ήτανε πολύ διαφορετικές από αυτές που είχαμε εμείς, κυρίως οι γονείς μεταξύ τους. Είχανε άλλη συμπεριφορά από αυτή που είχα συνηθίσει εγώ στο δικό μου το σπίτι. Δεν υπήρχε η λαϊκή αμεσότητα που υπήρχε σε εμάς. Θυμάμαι τους γονείς μου, και γελάγαμε πολύ ο αδελφός μου ο Παναγιώτης και εγώ, που όταν τους έβγαινε το κέφι στο μεσημεριανό τραπέζι, σηκωνόντουσαν και χορεύανε. Μπορεί να χορεύανε ταγκό, ας πούμε, ή ένα τραγούδι της Σοφίας Βέμπο, για παράδειγμα, που έπαιζε στο ραδιόφωνο. Γελάγανε κι αυτοί βέβαια. Όχι μόνο τις Κυριακές, μπορεί να γινόταν και μια οποιαδήποτε καθημερινή. Θυμάμαι να στήνεται καλαματιανός. Αυτό, ας πούμε, με αστούς γονείς δεν θα γινότανε. Υπήρχε ένα άλλο είδος πολιτισμού, ένα άλλο είδος απόστασης ανάμεσά τους.
ΕΠΙΛΟΓΕΣ
«Στην αρχή με ενοχλούσαν τα σχόλια για το Ozempic, όχι όμως πια»
«Στην αρχή με ενοχλούσαν τα σχόλια για το Ozempic, όχι όμως πια»
Πώς να ξεχωρίζεις τους αστερισμούς στον αυγουστιάτικο ουρανό
Πώς να ξεχωρίζεις τους αστερισμούς στον αυγουστιάτικο ουρανό
Τα γεμιστά του Τσαρούχη
Τα γεμιστά του Τσαρούχη
• Ζούσα λοιπόν σε ένα Λουτράκι σχιζοφρενές των δύο-τριών χιλιάδων κατοίκων. Ένα μεγάλο χωριό δίπλα στην Αθήνα. Όταν άκουγα την εκπομπή «Λιλιπούπολη» στο Τρίτο, ήταν σαν να έβλεπα ακριβώς το Λουτράκι. Άμα παρατηρήσεις πώς περιγραφόταν η Λιλιπούπολη, είχε και θάλασσα και βουνό, το μικρό λιμάνι και το χωριό Λίλιτσα πάνω στο βουνό, που για εμάς ήταν η Περαχώρα. Είναι μια ευλογημένη πόλη, κατά την άποψή μου. Ωστόσο είχα τάσεις φυγής και δεν έχω τάσεις επανόδου. Ούτε νοσταλγία. Ήξερα ότι δεν ανήκω σε αυτόν τον κόσμο, το ήξερα μέσα μου πολύ καλά. Δεν έχω ιδέα από πού το κατέβαζε το μυαλό μου αλλά ήξερα πως δεν θα ήθελα να ζω στο Λουτράκι, ότι θα ήθελα να ζω στην Αθήνα. Όταν μετακόμισα στην Αθήνα, ήταν σαν να ξέχασα από πού προέρχομαι.
• Με τον αδερφό μου όταν ήμασταν μικροί πηγαίναμε το καλοκαίρι καθημερινά στον Καραγκιόζη, το αγαπούσα πάρα πολύ. Θέατρο πηγαίναμε με τη μαμά μου όταν κατεβαίναμε στην Αθήνα, κι όποτε γινόταν συζήτηση γύρω από κάτι που είχε να κάνει με το θέατρο νόμιζα ότι μιλούσα για κάτι δικό μου. Ωστόσο θυμάμαι ένα καλοκαίρι να βλέπουμε το «Αγάπη μου Ουάουα» με την Αναλυτή –και νομίζω με τον Μπάρκουλη, όχι με τον Ρηγόπουλο– και να έχει πιάσει ένας φοβερός αέρας, γιατί στο Λουτράκι άμα το πιάσει το τρελό του τα σηκώνει όλα, και πέσανε τα σκηνικά και οι ηθοποιοί φυλαγόντουσαν να μην πέσουν επάνω τους.
Μιχάλης Ρέππας: «Ο άνθρωπος που δεν έχει μανιέρα δεν έχει προσωπικότητα»
Facebook Twitter
Μιχάλης Ρέππας: «Θέλω να διασκεδάζω. Πέρασα τα 65 και έχει αρχίσει να μη…
«Τρεις Χάριτες», «Βίρα τις Άγκυρες», «Δις εξαμαρτείν», «Safe Sex», «Το Κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο», «Μπαμπάδε…
Με την Τζόυς Ευείδη.
• Αλλά καθώς μεγαλώναμε, εκείνη την εποχή για εμάς ήταν το σινεμά. Όλη τη δεκαετία του 1960 έβλεπα Φίνος Φιλμ. Πότε ήταν που με εντυπωσίασε κάτι διαφορετικό; Ναι, το θυμάμαι. Πρέπει να ήταν στο θερινό σινεμά Ορφέας, στο Λουτράκι, όπου είδα το «Σατυρικόν» του Φελίνι. Δεν καταλάβαινα –έκτοτε μπορεί να το έχω δει και 20 φορές, το έχω και σε DVD– τι συνέβαινε, δηλαδή τη βασική σχέση του Άσκυλτου με τον Εγκόλπιο. Νόμιζα ότι ήταν φίλοι αλλά δεν μπορούσα να εισπράξω και όλο το υποδόριο που υπήρχε μεταξύ τους. Όμως γεννήθηκε μέσα μου ένα θάμβος. Χωρίς να καταλαβαίνω γιατί, είπα «Αυτό!». Θυμάμαι επίσης μια άλλη μια φορά που είχα πάει με τον αδερφό μου, ποιος ξέρει τώρα πώς, και είδαμε το «Θάνατος στη Βενετία», και το ερμηνεύσαμε -γιατί δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε- ότι ο Τάτζιο είναι κορίτσι. Ότι ήταν το δράμα ενός ανθρώπου μεγάλης ηλικίας που αγάπησε ένα μικρό κοριτσάκι. Μόνο τη δεύτερη φορά κατάλαβα τι ήταν ο Τάτζιο. Πού να μας πάει το μυαλό, δώδεκα χρονών ήμουν.
• Στην οικογένεια τα γούστα του μπαμπά μου και της μαμάς μου ήταν το ελαφρό τραγούδι εκείνης της εποχής, Σουγιούλ και Μουζάκης από τη μία, Τσιτσάνης, Βέμπο, Μπιθικώτσης από την άλλη. Αλλά την πρώτη φορά που άκουσα την «Ιθαγένεια» του Μαρκόπουλου, ή τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι, ήταν αποκάλυψη. Το πρώτο πράγμα όμως που με εντυπωσίασε σαν εξώφυλλο –γιατί κατά τα άλλα σαν άκουσμα ήταν γενικά στρωτό– ήταν το «Της Γης το χρυσάφι», που είχε μια ζωγραφιά του Αλέκου Φασιανού και έγραφε στο οπισθόφυλλο «Ο Φασιανός του εξωφύλλου είναι της συλλογής…». Εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω πού είναι ο φασιανός, γιατί αυτό δείχνει μια παραλία με κάτι καράβια, που μάλλον τουμπάρανε κιόλας, και κάτι ανθρωπάκια. Πού στο διάολο είναι ο φασιανός, αναρωτιόμουν. Όμως εικαστικά με τρέλανε, γιατί μου άρεσε κιόλας πάρα πολύ. Φυσικά, όταν είδα το εξώφυλλο του Μόραλη, καταλαβαίνεις. Από πού μου ερχότανε στην ουσία αυτό που με τραβούσε τόσο πολύ, δεν το καταλάβαινα.