Οι μεγαλύτεροι παραμυθάδες
Κάποτε ζούσε ένας βασιλιάς που είχε μια κόρη τόσο παραμυθατζού που δεν υπήρχε δεύτερη σαν κι αυτήν. Μετά από πολλή σκέψη ο βασιλιάς αποφάσισε ότι ο καλύτερος άντρας για να την παντρέψει θα ήταν αυτός που θα τη νικούσε στα ψέματα και στη φαντασία. Έστειλε λοιπόν τελάληδες σε όλη τη χώρα που ανακοίνωσαν το γεγονός αυτό, καθώς και ότι ο νικητής θα έπαιρνε και το μισό βασίλειο.
Παρουσιάστηκαν πολλοί μνηστήρες, αλλά όλοι σύντομα κατάλαβαν η πριγκιποπούλα ήταν σκληρός αντίπαλος και δεν μπορούσε κανένας να την ξεπεράσει στο παραμύθιασμα.
Ανάμεσα στους υποψήφιους ήταν και τρία αδέλφια. Τα δυο πρώτα είχαν την ίδια τύχη με όλους τους προηγούμενους. Ο τρίτος όμως ήταν διατεθειμένος να παλέψει σκληρά την υπόθεση.
Πήγε λοιπόν και βρήκε την πριγκίπισσα στο βασιλικό αγρόκτημα.
— Καλημέρα και ευχαριστώ πολύ για το τίποτα, της είπε.
— Καλημέρα και παρομοίως, του απάντησε αυτή και μπήκε στην αντεπίθεση. Το αγρόκτημά μου αυτό είναι τόσο μεγάλο που αν δυο βοσκοί σταθούν στα απέναντι σύνορα, ο ένας δεν θα ακούει τη φλογέρα του άλλου.
— Ε, καλά! έκανε ο άλλος. Στο δικό μου αν ξεκινήσει κάποιο μοσχαράκι μέχρι να φτάσει στην άλλη άκρη, έχει γίνει βόδι.
— Αστεία πράγματα! καταδέχτηκε να απαντήσει η πριγκίπισσα. Εγώ έχω μια αγελάδα τόσο μεγάλη που αν σε κάθε κέρατό της καθίσει από ένας βοσκός, απέχουν πάνω από είκοσι μέτρα ο ένας από τον άλλο.
— Πφ! Αυτό είναι όλο; Εμείς έχουμε μια αγελάδα που αν καθίσουν δυο άνθρωποι στα κέρατά της ο ένας δεν μπορεί να ακούσει τον άλλον όταν μιλάει.
— Και λοιπόν; είπε η πριγκίπισσα. Όταν αρμέγουμε την αγελάδα αυτή, γεμίζουμε πέντε μεγάλους κάδους και φτιάχνουμε ένα τυρί τόσο μεγάλο που δεν έχεις δει ποτέ παρόμοιο.
— Εγώ δεν έχω δει; Εμείς αδειάζουμε το γάλα της αγελάδας μέσα σε μια μεγάλη στέρνα και φτιάχνουμε ένα τυρί μεγάλο σαν σπίτι. Μάλιστα μια φορά καθώς πήζαμε το τυρί, χωρίς να το καταλάβουμε, έπεσε μέσα ένα πουλαράκι. Το βρήκαμε ζωντανό μετά από εφτά χρόνια. Είχε βέβαια μεγαλώσει και είχε γίνει ολόκληρο άλογο. Το καβαλίκεψα για να πάω στον μύλο, αλλά στον δρόμο σκόνταψε, έπεσε και έσπασε τα δυο μπροστινά πόδια του. Πήρα μια φλούδα από ιτιά και έφτιαξα μια κάστα για να του δέσω τα πόδια, αλλά η φλούδα άρχισε να μεγαλώνει και έγινε ένα δέντρο που όλο ψήλωνε μέχρι που έφτασε στον ουρανό. Ανέβηκα στην κορυφή και είδα μια θεά που έπαιρνε τον αφρό της θάλασσας, τον χρησιμοποιούσε σαν άσπρο μαλλί και έπλεκε σχοινιά. Μου έδωσε ένα σχοινί, κρατήθηκα από αυτό και γλίστρησα στη γη. Έπεσα μέσα σε αλεπότρυπα και ποιους νομίζεις ότι συνάντησα εκεί; Τον πατέρα σου και τη μητέρα μου. Μάλιστα τη στιγμή εκείνη η μητέρα μου είχε για κάποιο λόγο νευριάσει μαζί του και έδωσε στον πατέρα σου ένα χαστούκι τόσο δυνατό που του κατσάρωσε για πάντα το μουστάκι…
— Α, ώστε γι’ αυτό είναι τόσο κατσαρό το μουστάκι του πατέρα μου! είπε με ανοιχτό στόμα η πριγκίπισσα. Αμέσως όμως κατάλαβε ότι είχε χάσει το στοίχημα, γιατί είχε πιστέψει το παραμύθι κάποιου άλλου.
Έτσι λοιπόν η πριγκίπισσα βρήκε το μάστορή της και μαζί τον άντρα της. Παντρεύτηκαν αμέσως, έκαναν δώδεκα παιδιά και…
Αλλά ποιος μπορεί να είναι σίγουρος για το τι είναι αλήθεια και τι ψέμα στη ζωή των δυο μεγαλύτερων παραμυθάδων;
(Νορβηγία)