Να τις αγαπάς όπου και να ’ναι
Το καλοκαίρι, όταν όλοι ανεβάζαμε στα social media θάλασσες, νησιώτικα βράδια και τραγούδια που ήθελαν απογευματινό cocktail στην παραλία, είδα κάτι στο news feed μου που με πήγε κατευθείαν αλλού.
Μια φράση ενός φίλου μου και από κάτω η φωτογραφία μιας αξιαγάπητης κυρίας με τεράστια γαλάζια μάτια και άσπρα μαλλιά που χαμογελούσε.
Η φράση ήταν: «Ένα φόβο είχα από πιτσιρικάς και τώρα γίνεται πραγματικότητα, μη την χάσω» ή κάπως έτσι. Ήταν η γιαγιά του που είχε φύγει. Και τότε κατάλαβα, πως από παιδί είχα τον ίδιο ακριβώς φόβο και δεν τον είχα μόνο εγώ.
Τριαντάρισα τις προάλλες και τα περισσότερα «παιδιά» σαν και εμένα που τώρα είναι σε αυτή τη ηλικία, ή εκεί γύρω, μεγαλώσαμε με γονείς που δούλευαν όλη την ημέρα, με μάνα που ήθελε να κάνει καριέρα, με ωράρια που δεν μας άφηναν και δεν τους άφηναν να τρώμε όλοι μαζί τα μεσημέρια.
Αλλά στις περισσότερες των περιπτώσεων, ή μάλλον στις καλύτερες αυτών, υπήρχε πάντα πίσω μια γιαγιά.
Μια γυναίκα που σε περίμενε να γυρίσεις από το σχολείο, που έφτιαχνε κάθε μέρα ό,τι φαγητό ήθελες, που σου έπαιρνε συνέχεια σοκολάτες και καραμέλες (και οι οδοντίατροι κλέφτες να γίνουν;) και σου έλεγε μα μην το πείτε στη μαμά, που σε έβλεπε να πας να κλάψεις και δεν το άντεχε, που δεν σου χάλαγε χατίρι.
Μια γιαγιά που όταν κοιμόσουν τα βράδια σπίτι της, το πρωί σου είχε ετοιμάσει πρωινό πεντάστερου ξενοδοχείου και το μεσημέρι φαγητό σαν να είχε να ταΐσει 8 άτομα.
Η μόνη γυναίκα (όχι, και για τη μαμά σου ισχύει αυτό) που όσα κιλά και πάρεις, θα σου λέει πάντα –«παιδί μου τρως καλά; Αδυνατισμένο σε βλέπω». Αυτή η γυναίκα που όταν σε βλέπει στεναχωρημένο και εκνευρισμένο, πιστεύει ότι ποτέ δεν φταις εσύ.
Γυναίκες που πέρασαν πόλεμο, κατοχή, αντάρτικο και έφτασαν στα 70 τους να μαθαίνουν να μιλάνε στο Skype για να σε βλέπουν όταν σπούδαζες ή δούλευες στο εξωτερικό.
Γιαγιάδες που μπορεί να μη σε φρόντιζαν κάθε μέρα, αλλά μέτραγαν και μετράνε ακόμα τις μέρες για να πας το καλοκαίρι να τις δεις. Που μιλάς και σε κοιτούν σαν να έχεις κατακτήσει τον κόσμο επειδή τελείωσες το πανεπιστήμιο και έχεις δουλειά. Που δεν σε έχει ρωτήσει ποτέ πόσα παίρνεις, παρά μόνο αν κουράζεσαι εκεί.
Γιαγιάδες που σε βλέπουν μόνο τα καλοκαίρια, τρείς μέρες τώρα πια, και συζητούν με τις φίλες τους γύρω στις δεκαπέντε μέρες πριν ότι θα πας και ότι σε περιμένουν και το σπίτι τους είναι γεμάτο φωτογραφίες σου.
Και ξαφνικά σκέφτεσαι ότι μάλλον αυτό σημαίνει ανιδιοτελής αγάπη. Σου δίνει ό,τι έχει, γιατί το έχει για σένα, χωρίς να περιμένει τίποτα. Αλλά ακόμα και αν δεν περιμένει, σήκωσε το τηλέφωνο (ή τέλος πάντων πληκτρολόγησε γιατί ζούμε στη εποχή των κινητών) και πάρ’ τη να της μιλήσεις, πήγαινε από το σπίτι της να τη δεις, πάρ’ τη μια αγκαλιά και πες της ότι δεν τη ξεχνάς.
Αγάπα την όπου και να ναι, ακόμα και αν έχει φύγει, να μη ξεχνάς ποτέ όσα είχε κάνει, όσα είχε νιώσει για σένα, όσα σου έμαθε, όσα σου έδωσε για να γίνεις ο άνθρωπος που είσαι τώρα, μίλα γι” αυτήν, μην την ξεχνάς.
Είχα δει γραμμένο πάνω σε ένα μαγνητάκι νομίζω –επειδή ο θεός (ό,τι πιστεύει ο καθένας μας ως θεό, τέλος πάντων) δεν προλαβαίνει να είναι παντού, έχει στείλει τις γιαγιάδες.