Να μη γίνουμε «κράτος παρίας»
Με τις σημερινές συνθήκες και με τις εξελίξεις που προβλέπονται για τις επόμενες εβδομάδες, η Ελλάδα κινδυνεύει να γίνει το αποτυχημένο κράτος, «failed state», της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Πρέπει να ληφθούν πολύ δύσκολες αποφάσεις, υπό ασφυκτική πίεση χρόνου, τόσο για την οικονομία όσο και για την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος. Η πολιτική της αδράνειας, της απραξίας και των αναβολών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει φέρει την ελληνική οικονομία στα όρια της αντοχής της. Επιπλέον καθυστερήσεις, παλινωδίες και αρρυθμίες θα επαναφέρουν στο προσκήνιο δυσάρεστες εξελίξεις, ανάλογες ή και χειρότερες από εκείνες του περασμένου καλοκαιριού.
Σήμερα υπάρχουν, πλέον, δύο επιλογές για τη χώρα: η αναγκαία ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, η οποία όσο καθυστερεί γίνεται και πιο επώδυνη, ή η παράταση των συζητήσεων για να δοθεί η εντύπωση της «σκληρής διαπραγμάτευσης».
Η αξιολόγηση δεν πρέπει όμως να κλείσει όπως όπως, χωρίς να διασφαλιστούν αφενός η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας της χώρας και αφετέρου η δίκαιη κατανομή των βαρών που καλείται να σηκώσει η χώρα. Προτεραιότητα της κυβέρνησης θα έπρεπε να ήταν η μείωση των μη παραγωγικών δαπανών του Δημοσίου, η προώθηση μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν τις προοπτικές ανάκαμψης και ανάπτυξης της οικονομίας, η σταδιακή αποκλιμάκωση της φορολογικής επιβάρυνσης τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών και η επιτυχής διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Εφόσον ολοκληρωθεί επιτυχώς η πρώτη αξιολόγηση, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ώστε η χώρα να αρχίσει να διαπραγματεύεται σε ρεαλιστική βάση την ελάφρυνση του χρέους, κυρίως υπό τη μορφή της επίτευξης συμφωνίας για σταθερό χαμηλότερο επιτόκιο και παράταση του χρόνου αποπληρωμής.
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός πως ανοίγει ο δρόμος ώστε οι ελληνικοί τίτλοι να περιληφθούν πάλι στις αποδεκτές εξασφαλίσεις από την ΕΚΤ. Ετσι θα καταστούν επιλέξιμοι για το πρόγραμμα αγοράς τίτλων, με συνέπειες την άμεση ενίσχυση της ρευστότητας και της πιστοδοτικής ικανότητας των ελληνικών τραπεζών και τη μείωση του κόστους δανεισμού. Αυτά τα χρήματα θα δώσουν ανάσα στην πραγματική οικονομία, διευκολύνοντας τον δανεισμό, μέσω του τραπεζικού συστήματος, προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, δίνοντας συνεπώς ώθηση στην απασχόληση.
Παράλληλα, θα βελτιωθεί σημαντικά ο βαθμός εμπιστοσύνης των αγορών στην ελληνική οικονομία, με αποτέλεσμα να αναβαθμιστεί η πιστοληπτική ικανότητα, να μειωθούν οι αποδόσεις των ομολόγων και τα επιτόκια δανεισμού. Με άλλα λόγια χτίζονται οι βάσεις ώστε να αποκτήσει η χώρα πρόσβαση στις αγορές και να χαλαρώσει τους κεφαλαιακούς περιορισμούς, δίνοντας έτσι και ένα αισιόδοξο μήνυμα σε όλους.
Η δεύτερη επιλογή είναι αυτή της δημιουργίας εντυπώσεων, με την παράταση των ατελέσφορων συναντήσεων και συζητήσεων, δηλαδή η επανάληψη της «σκληρής και περήφανης» διαπραγμάτευσης τύπου Τσίπρα-Βαρουφάκη. Η οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα θα οξυνθεί, με αποτέλεσμα να συνεχιστεί η ύφεση, δημιουργώντας μεγαλύτερες πιέσεις στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά και αυξάνοντας την ανεργία. Παράλληλα θα καταστεί αδύνατη οποιαδήποτε άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Ενδεχομένως σε διάστημα μερικών εβδομάδων να οδηγήσει την Ελλάδα, σε συνδυασμό με την προσφυγική κρίση, στα πρόθυρα της κατηγορίας των περιθωριακών κρατών. Δηλαδή μιλάμε για ένα κράτος που θα είναι «παρίας» (failed state).
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση πρέπει να αντιληφθεί ότι ο χρόνος μετράει εις βάρος της χώρας. Για άλλη μια φορά είναι καταστροφικό να πιστέψει ότι έχει όσο χρόνο επιθυμεί στη διάθεσή της, προκειμένου να απαλλαγεί από ιδεοληψίες και λαϊκιστικές προσεγγίσεις. Αλλωστε, ένα πράγμα είναι σίγουρο και κάθε μέρα αποδεικνύεται όλο και περισσότερο. Οσο η αξιολόγηση πάει πίσω, τόσο περισσότερα μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα απαιτούνται από το κουαρτέτο των δανειστών και τόσο περισσότερο μεγαλώνει ο λογαριασμός για τους πολίτες.
*Ο κ. Χρίστος Δήμας είναι βουλευτής Κορινθίας της Ν.Δ., τομεάρχης Δημοσιονομικής Πολιτικής και διδάκτωρ Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας (LSE).