Νίκος Καζαντζάκης: αν ήταν στη ζωή μου να διάλεγα…
Γιατί αυτός είχε ό,τι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί: την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψηλάθε σαϊτευτά τη θροφή της, τη δημιουργικιά, κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία -αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί, τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παλικαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σα νά`χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από την ψυχή, και τέλος το άγριο γάργαρο γέλιο, από βαθιά πηγή, βαθύτερο από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζουνταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά, ανατινάζουνταν και μπορούσε να γκρεμίσει -και γκρέμιζε- όλους τους φράχτες -ηθική, θρησκεία, πατρίδα- που άσκωσε γύρα του ο κακομοίρης ο φοβητσιάρης ο άνθρωπος, για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα τη ζωούλα του.
`Οταν συλλογίζουμαι με τι θροφή τόσα χρόνια με τάιζαν τα βιβλία κι οι δασκάλοι, για να χορτάσουν μια λιμασμένη ψυχή, και τι λιονταρίσιο μυαλό για θροφή με τάισε ο Ζορμπάς σε λίγους μήνες, δύσκολα μπορώ να βαστάξω την πίκρα μου και την αγανάκτηση.
Πως να θυμηθώ και να μη θεριέψει η καρδιά μου τις κουβέντες που μου `κανε, τους χορούς που μου χόρευε, το σαντούρι που μου έπαιζε, σ` ένα ακρογιάλι της Κρήτης όπου ζήσαμε έξη μήνες, με πλήθος εργάτες, σκάβοντας για να βρούμε τάχα λιγνίτη. Ξέραμε καλά κι οι δυο μας πως ο πραχτικός αυτός σκοπός ήτανε στάχτη για τα μάτια του κόσμου, εμείς βιαζόμαστε πότε να βασιλέψει ο ήλιος, να σκολάσουν οι εργάτες, να στρωθούμε οι δυο μας στην αμμουδιά, να φάμε το χωριάτικο νόστιμο φαΐ μας, να πιούμε το μπρούσκο κρητικό κρασί μας και να κινήσουμε την κουβέντα.
Εγώ σπάνια μιλούσα, τι να πει ένας “διανοούμενος” σ` ένα Δράκο; Τον άκουγα να μου μιλάει για το χωριό του στον `Ολυμπο, για τα χιόνια, τους λύκους, τους κομιτατζήδες, την `Αγια-Σοφιά, το λιγνίτη, τις γυναίκες, το Θεό, την πατρίδα και το θάνατο -και ξάφνου, όταν πλαντούσε και πια δεν τον χωρούσαν τα λόγια, τινάζουνταν απάνω στα χοντρά χαλίκια του γιαλού κι άρχιζε να χορεύει. Γερός, ορθόκορμος, κοκαλιάρης, με αναγερτό το κεφάλι, με καταστρόγγυλα μικρά μάτια σαν πουλιού, χόρευε και σκλήριζε και χτυπούσε τις αδρές πατούσες στο γιαλό και πιτσίλιζε με θάλασσα το πρόπωπό μου.
Αν άκουγα τη φωνή του, την κραυγή του, η ζωή μου θα είχε πάρει αξία. θα ζούσα μ` αίμα και σάρκα και κόκαλα ό,τι τώρα χασισοπότικα στοχάζουμαι κι ενεργώ με χαρτί και καλαμάρι. Μα δεν τόλμησα, έβλεπα το Ζορμπά μεσάνυχτα να χορεύει χλιμιντρίζοντας και να μου κράζει να τιναχτώ κι εγώ από το βολικό καβούκι της φρονιμάδας και της συνήθειας και να φύγω για τα μεγάλα, τ` αγύριστα ταξίδια μαζί του, κι έμενα ασάλευτος, τουρτουρίζοντας.
Πολλές φορές έχω ντραπεί στη ζωή μου, γιατί έπιασα την ψυχή μου να μην τολμάει να κάνει ό,τι η ανώτατη παραφροσύνη -η ουσία της ζωής- μου φώναζε να κάμω, μα ποτέ δεν ντράπηκα για την ψυχή μου όσο μπροστά στο Ζορμπά.
Η επιχείρηση του λιγνίτη πήγε κατά διαβόλου. Ο Ζορμπάς κι εγώ κάμαμε ό,τι μπορούσαμε για να φτάσουμε, γελώντας, παίζοντας, κουβεντιάζοντας, στην καταστροφή. Δε σκάβαμε να βρούμε λιγνίτη, αυτό ήταν μια αφορμή για τους απλοϊκούς φρόνιμους ανθρώπους, “για να μη μας πάρουν με τις λεμονόκουπες” έλεγε ο Ζορμπάς και σκούσε στα γέλια. «Μα εμείς, αφεντικό” (μ` έλεγε αφεντικό και γελούσε) “εμείς αφεντικό, έχουμε άλλους, μεγάλους σκοπούς. -Ποιους, μωρέ Ζορμπά;» τον ρωτούσα. « Σκάβουμε για να δούμε, λέει, τι δαιμόνους έχουμε μέσα μας.»
Γρήγορα είχαμε φάει ό,τι μου` χε δώσει ο κακόμοιρος ο θειος μου, για ν` ανοίξω, λέει, γραφείο, απολύσαμε τους εργάτες, ψήσαμε ένα αρνί, γεμίσαμε ένα βαρελάκι κρασί, στρωθήκαμε στο ακροθαλάσσι, όπου βρίσκουνταν τ` ορυχείο, αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε, πήρε ο Ζορμπάς το σαντούρι του, σήκωσε το γέρικο λαιμό, άρχισε τον αμανέ. Τρώγαμε, πίναμε, ποτέ δε θυμούμαι να` χα τόσο κέφι, ο Θεός συχωρέσει την επιχείρηση, φωνάζαμε, ο Θεός συχωρέσει τη μακαρίτισσα, ζωή σε λόγου μας, πάει στο διάολο ο λιγνίτης.
Τα ξημερώματα χωρίσαμε. Εγώ τράβηξα πάλι για τα χαρτιά και τα μελάνια, αγιάτρευτα λαβωμένος από την αιματωμένη σαΐτα που δεν ξέρουμε πως να την πούμε και τη λέμε πνεύμα. Αυτός πήρε καταβορρά και καταστάλαξε στη Σερβία, σ` ένα βουνό κοντά στα Σκόπια, όπου ξετόπωσε, λέει, πλούσια φλέβα λευκόλιθο, τύλιξε μερικούς παραλήδες, αγόρασε σύνεργα, στρατολόγησε εργάτες κι άρχισε πάλι ν` ανοίγει μέσα στη γης γαλαρίες. Τίναξε βράχους, έφτιαξε δρόμους, έφερε νερό, έχτισε σπίτι, παντρεύτηκε, γέρος κοτσονάτος, μιαν όμορφη γλεντοχήρα, τη Λιούμπα, κι έκαμε κι ένα παιδί μαζί της.