Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος της εφημερίδας μας
ΕπικαιρότηταΚόσμος

Μιλούν τη γλώσσα του Μεσαίωνα, «διψούν» για νέα ελληνικά.

 

Κάτοικοι των ελληνόφωνων περιοχών της Κάτω Ιταλίας μιλούν στην «Κ» για την καθημερινότητά τους, για την προσπάθεια διατήρησης των γραικάνικων, αλλά και για την ανάγκη τους για εκμάθηση των νέων ελληνικών.

«Χρειάζεται να έρθουν Ελληνες καθηγητές, όπως παλιότερα, να διοργανώνονται περισσότερες πολιτιστικές εκδηλώσεις και εκδρομές, να δοθούν βιβλία, εγχειρίδια και διδακτικό υλικό στα Ελληνικά», λέει στην «Κ» ο 33χρονος Πασκουάλε Ντινέρι, κάτοικος του χωριού Παλίτζι της Καλαβρίας, ελληνικής καταγωγής.

Κάθε τόσο παρακολουθούμε, κυρίως μέσα από τηλεοπτικές εκπομπές και ντοκιμαντέρ, στιγμιότυπα από τη ζωή των ομογενών μας στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας. Εμπλουτισμένα με τα απαραίτητα στοιχεία φολκλόρ, τα αφιερώματα αυτά προβάλλουν το γλωσσικό ιδίωμα και τις πολιτιστικές τους δραστηριότητες προκαλώντας μας συγκίνηση και υπερηφάνεια για τη διατήρηση των στοιχείων του ελληνισμού.

Ποια είναι, όμως, η πραγματικότητα που βιώνουν οι κάτοικοι και ιδιαίτερα οι νέοι στις ελληνόφωνες περιοχές; Ποια είναι η κατάσταση ως προς τη διατήρηση των ελληνικών της Κάτω Ιταλίας και ποιες προσπάθειες γίνονται για τη διατήρηση της γλώσσας και των πολιτιστικών στοιχείων από τις τοπικές αρχές; Μαθαίνουν οι νέοι τα νέα ελληνικά; Και ποια η συμβολή της ελληνικής κυβέρνησης προς την κατεύθυνση αυτή;

Στην περιοχή Grecìa Salentina της Νότιας Ιταλίας (Σαλαντινή Ελλάδα στα ελληνικά), στα χωριά Ασπρομόντε της Καλαβρίας και Σαλέντο της Απουλίας, πέρα από την ιταλική γλώσσα που χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά σήμερα, ομιλούνται και τα κατωιταλικά ή γραικάνικα, μια ελληνική διάλεκτος με ιταλικά στοιχεία την οποία ομιλούν οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, γνωστοί ως Γκρίκο στην Απουλία και Γραικάνοι στην Καλαβρία. «Πρόκειται για μεσαιωνική διάλεκτο που εμπεριέχει, βέβαια, και νεότερα στοιχεία που την κάνουν συγγενή με τα νέα ελληνικά», λέει στην «Κ» ο Ντανιέλε Μακρής, Ελληνοσικελός καθηγητής Ιστορίας στη Μεσσήνη, πρόεδρος της εκεί ελληνικής κοινότητας.

«Τα γραικάνικα ομιλούνται μέχρι τη σημερινή γενιά των πενηντάρηδων, των τελευταίων, δηλαδή, που άκουσαν τη γλώσσα από τους γονείς τους μέσα στις οικογένειες αρχικής ελληνικής καταγωγής. Αυτοί οι άνθρωποι γνωρίζουν τη γλώσσα ή την κατανοούν σε έναν βαθμό, αλλά δεν έχουν την ευκαιρία να την εξασκήσουν στην κοινωνία και ως εκ τούτου τείνουν σιγά-σιγά να την ξεχνούν», εξηγεί ο Λουίτζι Γκαρίσι, κοινωνιολόγος στο Κέντρο Μελετών Ψυχολογίας και Κοινωνιολογίας στην Μπολόνια.

Δρομάκι στο ελληνόφωνο χωριό Γκαλατίνα του νομού Λέτσε της Απουλίας. Φωτ. Ναταλία Κωτσάνη

Τα χωριά όπου η διάλεκτος ομιλείται ακόμα και σήμερα σε ένα σημαντικό ποσοστό είναι 10 στον νομό του Λέτσε της Απουλίας, 16 στον νομό Ρηγίου της Καλαβρίας, αλλά χρησιμοποιείται και στην πόλη Μεσσήνη της Σικελίας. Ωστόσο είναι αρκετές οι σχετικές θετικές εξελίξεις, ιδιαίτερα στην περιοχή του Σαλέντο.

«Η διάλεκτος απολαμβάνει, εδώ και μερικές δεκαετίες, μια νέα ζωή στο θέατρο, στη λογοτεχνία και κυρίως στη μουσική, τόσο μέσα από μια φιλολογική αναβίωση παραδοσιακών ρεπερτορίων όσο και μέσα από νέες δισκογραφικές και εκδοτικές παραγωγές, σε κάθε τομέα.

Τα συγκροτήματα αυτά είναι οι: Canzoniere, Grecanico, Ghetonia, Avleddha, Mala Agapi, La Bottega del teatro και βέβαια η ελληνική μπάντα Encardia», λέει ο Γκαρίσι. Δημιουργήθηκαν επίσης σύλλογοι πολύ νεαρών παιδιών που ασχολούνται με τη μελέτη και την αναβίωση της γλώσσας των Γκρίκα, θέλοντας να αποκαταστήσουν τη χρήση της. Ενα από τα πιο σημαντικά δρώμενα είναι «Η εβδομάδα Γκρίκα».

Ταμπέλα στο ελληνόφωνο χωριό Στερνατία της Νότιας Ιταλίας στην περιοχή του Σαλέντο. Φωτ. Κώστας Κωνσταντάτος

Ο εμπνευστής, ιδρυτής και εκπρόσωπος του συγκροτήματος Encardia Κώστας Κωνσταντάτος συνδέεται με την περιοχή της Καλαβρίας από το 1992. «Εκεί είχα βρεθεί όχι με την ιδιότητα του μουσικού, αλλά με αυτή του αγιογράφου στο μοναστήρι Αγιος Ιωάννης ο Θεριστής του 12ου αιώνα», λέει.

Οι Encardia ξεκίνησαν τη μουσική τους πορεία με πολλή αγάπη για την γραικάνικη μουσική και την πολιτιστική παράδοση στις ελληνόφωνες περιοχές. «Εχουμε γράψει κάποια τραγούδια στα γραικάνικα και πολλά στα νέα ελληνικά, εμπνευσμένοι όμως πάντα από τη μουσική και τον ήχο της περιοχής που είναι κυρίως η πεδιάδα του Σαλέντο, στη Νότια Ιταλία». Τα τραγούδια είναι σύγχρονα, με έντονα παραδοσιακά στοιχεία.

«Τα επόμενα χρόνια, το συγκρότημα είχε σχέσεις με την Απουλία, την πάνω περιοχή της Νότιας Ιταλίας. Κάναμε πάρα πολλά ταξίδια, συνολικά πάνω από 40-50, μεμονωμένοι αλλά και όλα τα μέλη μαζί», θυμάται ο Κωνσταντάτος.

Τη στιγμή που μιλάμε, ο ίδιος και τα υπόλοιπα μέλη των Encardia, βρίσκονται στο ελληνόφωνο χωριό Καλημέρα. Στις 20 Απριλίου, ο δήμαρχος θα απονείμει στον Κωνσταντάτο τον τιμητικό τίτλο του «επίτιμου δημότη». Κι αυτό επειδή «ασχολούμαι τόσα χρόνια με τον πολιτισμό της Νότιας Ιταλίας, αλλά κυρίως γιατί με το συγκρότημα έχουμε κάνει πολλές δράσεις στην περιοχή, έχουμε συμμετάσχει σε διοργανώσεις άλλων και έχουμε καλέσει μουσικούς στην Ελλάδα για συναυλίες».

Οι Encardia στο Κοριλιάνο Κάλαμπρο της Καλαβρίας για την τιμητική διάκριση του ιδρυτή τους Κώστα Κωνσταντάτου ως «επίτημου δημότη». Φωτ. Ναταλία Κωτσάνη
Η εκμάθηση νέων ελληνικών
Είναι αξιοσημείωτο ότι αρκετοί νεότερης ηλικίας κάτοικοι των ελληνόφωνων περιοχών, επιθυμούν να μάθουν τη νέα ελληνική γλώσσα μέσα από μαθήματα που προσφέρουν η ελληνική κοινότητα και οι πολιτιστικοί σύλλογοι. «Το σχολείο, χάρη και σε νέους νόμους του ιταλικού κράτους για την προστασία των γλωσσικών μειονοτήτων, προσφέρει τη μελέτη της γλώσσας ή τη χρήση της σε διδακτικές και εργαστηριακές δραστηριότητες», λέει ο Γκαρίσι. Και συμπληρώνει: «Ετσι, τα παιδιά έχουν επίγνωση της δικής τους πολιτιστικής και γλωσσικής ιστορίας και μπορούν ακόμα να βρουν ανατροφοδότηση από τις οικογένειές τους».

Σύμφωνα με τον κ. Μακρή, στις δεκαετίες του ’80-’90 μέχρι και το 2010 περίπου, στάλθηκαν στα ελληνόφωνα χωριά αρκετοί δάσκαλοι αποσπασμένοι από το υπουργείο Παιδείας της Ελλάδος, που εκτέλεσαν σημαντικό έργο, καθώς ήταν ο κύριος μοχλός μέσω του οποίου τα χωριά αυτά συνδέθηκαν πάλι με τον ελληνισμό. «Τις χρονιές 2005, 2006 και 2007 μάλιστα πραγματοποιούνταν απογευματινά μαθήματα νέων ελληνικών, είτε από τους εθελοντές της Κοινότητας ή από αποσπασμένους δασκάλους. Οι τελευταίοι μειώθηκαν δραστικά μετά το 2010, λόγω των γνωστών οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας». Το 2012, ο Δήμος Μεσσήνης ονομάστηκε σε Δήμο ελληνικής γλωσσικής μειονότητας.

Το 2018 ιδρύθηκε από το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων το Τμήμα Ελληνικής Γλώσσας. «Αυτό λειτούργησε άριστα για τέσσερα χρόνια με τη βοήθεια της Βασιλικής Πανταζή, με πάνω από 150 μαθητές, από τους οποίους τουλάχιστον οι 80 ήταν ελληνικής καταγωγής», εξηγεί ο κ. Μακρής.

Η δασκάλα Βασιλική Πανταζή δίδαξε στη Μεσσήνη σε δημοτικό, νηπιαγωγείο και γυμνάσιο το πρωί και σε λύκειο και στην κοινότητα το απόγευμα. Η ίδια λέει ότι στη περιοχή υπήρχαν μόνο λίγα άτομα με ελληνική καταγωγή. «Οσοι είχαν ελληνικές ρίζες, ήταν ιδιαίτερες περιπτώσεις που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν πρόσβαση στην ελληνική γλώσσα αλλά αυτό έγινε δυνατό με τη βοήθειά μου. Το εντυπωσιακό ήταν ότι εκείνοι που είχαν διάθεση και δίψα για να μάθουν τα νέα ελληνικά ήταν Ιταλοί ή Ιταλίδες της περιοχής, παντρεμένοι με Ελληνες».

Η επτάχρονη κόρη του Παντελή Μεστούση, ενός Ελληνα από τη Χίο που παντρεύτηκε Ιταλίδα και κατοικεί στη Μεσσήνη, παρακολουθεί σήμερα τα μαθήματα νέων ελληνικών που διδάσκει η κ. Πανταζή μέσω του διαδικτύου. Τα μαθήματα αυτά είναι δωρεάν και προσφέρονται από ακτοπλοϊκή εταιρεία ως βοήθεια προς τους Ελληνες της Ιταλίας. Ο ίδιος εξηγεί ότι «δεν ήταν εύκολο για το κορίτσι να μάθει από εμένα τη γλώσσα. Αν η μητέρα ήταν Ελληνίδα, θα ήταν πιο εύκολο γιατί εκείνη βρίσκεται πιο πολλές ώρες με τη μικρή στο σπίτι. Τώρα, πλέον, μπορεί και συνεννοείται με την οικογένειά μου στην Ελλάδα».

Η 34χρονη Αριάννα Μελλούσο, απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών, είναι κάτοικος της Μεσσήνης. Ο πατέρας της είναι Σικελός, η μητέρα της Ελληνίδα από τις Σέρρες, ενώ οι παππούδες της κατάγονται από την Κω. «Η μητέρα μου ήρθε στη Σικελία για να σπουδάσει, γνώρισε τον πατέρα μου και έμειναν στη Μεσσήνη. Εδώ, όσοι έχουμε ελληνική καταγωγή μιλάμε τα νέα ελληνικά στην καθημερινότητά μας» λέει η ίδια προσθέτοντας ότι θα ήθελε να ζήσει στην Ελλάδα γιατί η νοοτροπία εκεί της αρέσει πιο πολύ από την πιο «κλειστή» Μεσσήνη.

Ο Ντινέρι ξεκίνησε να μαθαίνει νέα ελληνικά, όπως και οι φίλοι του, σε πολιτιστικό σύλλογο. Οι γονείς και παππούδες του έχουν καταγωγή από τις ελληνόφωνες περιοχές Παλίτζι, Μπόβα Μαρίνα, Μπόβα Σουπεριόρε, ενώ η σύζυγός του είναι από το Παλίτζι. «Από τους γονείς και συγγενείς μου είχα μάθει λίγες μόνο λέξεις της διαλέκτου» λέει ο ίδιος. Οταν επισκέφθηκε την Ελλάδα, μαγεύτηκε από την Ακρόπολη και θα ήθελε ίσως να ζήσει εδώ.

Πηγή Καθημερινή

enloutrakio

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button