Δε μου αρέσει έτσι όπως καταντήσαμε οι άνθρωποι, ακούς;
Δε μου αρέσει έτσι όπως καταντήσαμε οι άνθρωποι, ακούς;
Της Στεύης Τσούτση.
Θυμάσαι τότε που παίζαμε έξω στο δρόμο;
Μήλα, κυνηγητό και κρυφτό;
Που κάναμε με τις ώρες ποδήλατο και μας φώναζε η μάνα από το μπαλκόνι να μαζευτούμε;
Αθάνατα ελληνικά καλοκαίρια.
Με μυρωδιά καρπουζιού και γλυκιάς κολοκυθόπιτας.
Με εκείνη την μεγάλη κολοκύθα που έστελνε η γιαγιά από το χωριό κι αφού παίρναμε την ψίχα με το κουτάλι, την υπόλοιπη την κάναμε βάρκες.
Μια εσύ και μια εγώ, για να μην τσακωνόμαστε.
Θυμάσαι και τους χειμώνες, που αράζαμε μετά το φροντιστήριο στα σκαλάκια για δυο τρεις κουβέντες με τους συμμαθητές; Κι ύστερα πάλι στους τέσσερις τοίχους του δωματίου για διάβασμα.
Άτιμες εξετάσεις.
Και οι γονείς μας που καθότανε με τους γείτονες στις αυλές και τα λέγανε; Ψήνανε, γλεντούσαν, τα πίνανε. Γελούσαν.
Ή που τσακώνονταν η μάνα με τη γειτόνισσα για εκείνα τα νερά του πλυντηρίου που πάντα γέμιζαν σαπουνόφουσκες το δρόμο μας.
Κι ο περιπτεράς της γωνίας ήξερε από πριν ποιο περιοδικό θα ζητήσουμε. Και μας κρατούσε το Μίκυ Μάους πριν εξαντληθεί. Κι αργότερα τη Σούπερ Κατερίνα, τα Σαΐνια και το National Geographic.
Θυμάσαι αδερφέ;
Λες και σου περιγράφω σκηνές από μια κλασική ταινία εποχής δεν είναι; Μόνο που έχουν περάσει μόλις λίγα χρόνια.
Τώρα ο περιπτεράς έγινε mini market.
Η γειτόνισσα έκοψε τις καλημέρες και τα παιδιά δε βγαίνουν πια στο δρόμο να παίξουν.
Κλείνονται με ένα play station κι ένα που μου το είπαν lol αλλά δεν παίρνω κι όρκο ότι το κατάλαβα σωστά.
Βλέπεις παραμεγάλωσα και δε σκαμπάζω από νεανικά παιχνίδια.
Μετέωροι στεκόμαστε οι τριαντάρηδες, αδερφέ.
Σαν κάτι παλαίμαχους ναυτικούς που συνήθισαν στη θάλασσα και η στεριά τους φέρνει ναυτία.
Πλέον φοβάμαι να περπατήσω νύχτα στο δρόμο του πατρικού μας.
Φοβάμαι να κοιμηθώ με ανοιχτό το πατζούρι κι ας είμαι στον πρώτο όροφο.
Λέω καλημέρα στο γείτονα και με κοιτάζει λες κι έπεσα από κανένα διαστημόπλοιο.
Που και που κάθομαι για να περιμένω μια φίλη σε κάποιο κεφαλόσκαλο και με κοιτούν σαν πένητα έτοιμο να ζητήσει βοήθεια. Όχι ότι θα τη δώσουν, αλλά σίγουρα θα την κρίνουν.
Χαμογελώ και νομίζουν πως θα ζητήσω δανεικά. Κλαίω κι αδιαφορούν. Πέφτω και περνούν από πάνω.
Πως γίναμε έτσι διάφανοι οι άνθρωποι;
Δε μ’αρέσει έτσι όπως καταντήσαμε, αδερφέ.
Δε μου αρέσει που χάσαμε τη γειτονιά. Που χάσαμε την απλότητα του τότε.
Φόβος.
Κλειστήκαμε στους εαυτούς μας. Χάσαμε πρώτα τους συνανθρώπους μας και μετά τους εαυτούς μας.
Τότε που διέρρηξαν το σπίτι μας, ο ειδικός της αστυνομίας είπε πως πρέπει να πάλευαν πολύ ώρα να ανοίξουν την εξώπορτα. Κι έκαναν και θόρυβο. Κι όμως, κανείς γείτονας δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει τι γίνεται. Ή κι αν είδε, δεν ενδιαφέρθηκε να επέμβει.
Πως καταντήσαμε έτσι αδιάφοροι γαμώτο;
Αν αυτό λέγεται σύγχρονη κοινωνία και μοντέρνος τρόπος ζωής, εγώ δεν τα θέλω.
Να τα βράσω, που έλεγε και ο παππούς μας.
Εγώ θέλω τα απλά, τα ανθρώπινα.
Θέλω το δικαίωμα στην καλημέρα. Θέλω πίσω το κεφαλόσκαλο μου. Θέλω τη γειτονιά μου.
Με τις ανοιχτές τις πόρτες και τα παράθυρα να μας φυσά ο αέρας.
Σκάσαμε πια πίσω από επτασφράγιστα πατζούρια. Που κρύβουν τις αμαρτίες και τα ψέματα που λέμε στους γύρω. Μα κυρίως τα ψέματα που λέμε στους εαυτούς μας για τη δήθεν ευτυχισμένη μας ζωή.
Για ποια ευτυχία μου μιλούν, έτσι που μείναμε μόνοι;
Γαμώτο…γαμώτο…
Απογοητεύομαι… Κι όσο το κάνω κλείνω κι εγώ τα πατζούρια. Κι εσύ δεν είσαι εδώ αδερφέ να με βάλεις σε σειρά. Να με μαλώσεις πως γίνομαι αργά και σταθερά σαν κι αυτούς. Πως γίνομαι ένα διάφανο ανθρωπάκι που δε νοιάζεται, δε μιλά, δε γελά. Μόνο αναπνέει.
Μα δε θέλω να αναπνέω μόνο! Δε θέλω!
Χθες καθώς γυρνούσα σπίτι είδα κόσμο στις πλατείες. Είδα παιδιά σε σκαλάκια με μπάλες του μπάσκετ κι όχι κινητά. Το φαντάζεσαι;
Εδώ που είμαι εγώ το λένε κρίση. Το λένε δεν έχω πλέον λεφτά να πάω στις καφετέριες και τα μπαράκια. Κι έτσι κάθομαι με μια μπύρα στο χέρι και χαζολογώ στα σκαλοπάτια και τις πλατείες.
Κάτι αλλάζει αδερφέ, το νιώθω. Κάτι αρχίζει να αλλάζει στη μουντή ζωή μας. Κι ας προκλήθηκε από αφραγκίες.
Χάσαμε τα πορτοφόλια μας και βρήκαμε ξανά τον άνθρωπο. Πρώτα τον μέσα μας κι ύστερα τον δίπλα.
Φυσάει αέρας αδερφέ.
Κάποιος πήρε απόφαση να ανοίξει τα παράθυρα του. Θα ακολουθήσουν κι άλλοι.
Το νιώθω…
Και χαίρομαι…πολύ χαίρομαι…