Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος της εφημερίδας μας
Ενδιαφέροντα

Να μη γίνουμε μόνο ένα βάρος στα βλέφαρα του θανάτου… – Της Κατερίνας Δήμα

Οι «όμορφες μέρες» θα είστε πάντα εσείς.

Πάω να ξεκινήσω λέγοντας «ο ιστορικός του μέλλοντος αυτό…» ή «ο ιστορικός του μέλλοντος εκείνο…» και σταματάω. Γιατί συνειδητοποιώ ότι δεν έχω ιδέα ποιος θα είναι ο ιστορικός του μέλλοντος. Ποιο θα είναι το επίπεδο συνείδησης του αυριανού ανθρώπου  ή αν θα έχει καν. Αν θα υπάρχει ένα σημείο κάπου κοντά στο μέλανα πυρήνα ή πάνω απ’ το νωτιαίο μυελό που να συνειδητοποιεί ακόμα την έννοια «ανθρωπιά», «αλληλεγγύη», αν οι αμυγδαλίδες θα έχουν ακόμα συναισθηματική μνήμη ή αν το συναίσθημα θα αφανιστεί. Τι θα σημαίνει το «βοήθησέ» ή το «θες βοήθεια;» κι αν θα υπάρχει καν ως έννοια.

Κάποτε πίστευα πως θ’ αλλάξω τον κόσμο… Αυτό δεν έγινε. Όπως δεν έγινε κι ότι ο κόσμος δεν άλλαξε εμένα. Με άλλαξε και πολύ.

αγκυρα επιθεση

Μου έμαθε να βρίσκω τις αλυσίδες μέσα μου, και όσο μπορώ να τις σπάω για να αντέχω τις αλυσίδες γύρω μου χωρίς να με πνίγουν, χωρίς να με ακινητοποιούν, ώστε να θυμάμαι πως σκλάβος είναι εκείνος που ζει μέσα στην αυτόβουλη αιχμαλωσία του φόβου του. Μου έμαθε πως κάθε φορά που κράτησα το στόμα μου κλειστό ενώ έπρεπε να μιλήσω το κάψιμο στο λαιμό μου ήταν χειρότερο από όλες τις φορές που έκλεινε επειδή ούρλιαζα συνθήματα στις διαδηλώσεις.

Είναι φορές που σκέφτομαι πως αν είχα πεθάνει νέα δεν θα είχα προλάβει να καταλάβω σε βάθος τη βρωμιά του κόσμου, τη βρωμιά του ανθρώπου – τον τρόπο που δημιουργεί ωραίες λέξεις κι έννοιες για να καλλωπίσει την αρπακτική, εγωκεντρική του φύση, τη δειλία το βόλεμα, την ανοσία του στο χυδαίο. Αν είχα πεθάνει νέα θα είχα φύγει με τη βαθιά πεποίηθηση πως αυτός ο κόσμος είναι ζήτημα ημερών να αλλάξει, γιατί δεν μπορεί, τόσο πολύ που το πιστεύουμε, το βλέπουμε, το γευόμαστε, δεν μπορεί να είναι μια μαζική παραίσθηση είκοσι πιτσρικάδων.

Όμως να που οι είκοσι πιτσιρικάδες μεγαλώσαμε. Οι τέσσερις έγιναν χριστιανοί, οι δέκα νοικοκυραίοι, οι δύο κάηκαν απ’ τα ναρκωτικά, ο ένας ψιλοτρελάθηκε, και οι τρεις είμαστε ακόμα εδώ. Πού ακριβώς είναι το εδώ δεν ξέρω… τρέμω μάλιστα κάθε φορά που μου το ρωτάει κι ο ίδιος μου ο εαυτός. Του απαντάω απλά ότι είναι “εδώ” που αντέχω περισσότερο παρά οπουδήποτε αλλού να είμαι.

Δεν έχω τις λύσεις, έχω μόνο σκέψεις, κάτι όνειρα σαν τσαλακωμένα χαρτάκια που πλύθηκαν στις τσέπες του παντελονιού, κι ούτε που ξεχωρίζω πια τι γράφανε, έχω μια καρδιά που συνεχίζει να συγκινείται όποτε βλέπω ανθρώπους να ζουν και να πεθαίνουν για το όραμά τους, κουβαλάω έναν έρωτα για την επανάσταση κάπως σαν τη φαντασίωση της γεροντοκόρης, γιατί ξέρω πως δεν θα τη ζήσω, ξέρω πως ο μεγάλος έρωτας δε θα’ρθει πια, αλλά εγώ συνεχίζω να στολίζομαι και να κάθομαι κάθε απόγευμα στο παράθυρο κοιτάζοντας τους περαστικούς…

Κι ίσως αυτό που με κρατάει σε εκείνο το παράθυρο της νιότης μου είναι αυτοί οι λίγοι που παλεύουν ακόμα καθημερινά, κόντρα σ’ αυτό το «ο θάνατός σου η ζωή μου» για ένα κομμάτι ψωμί, κι αυτό μπαγιάτικο.  Άνθρωποι-αντίδοτα, που όσο κι αν ο καπιταλισμός διαβρώνει τις συνειδήσεις σαν οξύ, όσο κι αν χρησιμοποιεί όλους τους δήθεν πυλώνες ηθικής για να χειρίζεται το θυμικό των ανθρώπων, κάποιοι δεν γίνανε ποτέ οι «περήφανες μαριονέτες» στο θεατράκι του που θα πεθάνουν για τις πατρίδες, τις θρησκείες και τα έθνη του, παρά μόνο για τους συντρόφους τους που κρατιούνται χέρι-χέρι στο δρόμο, ανακουφίζοντας με ψυχή ο ένας τον πόνο του άλλου. Και παραμένουν εκεί. Πιστεύοντας πως αυτός ο κόσμος κάποτε θ’ αλλάξει…

Κι ας αναρωτιέμαι καθημερινά αν αυτό το «υπερασπίσου το παιδί γιατί αν γλυτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα» μήπως τέλειωσε, μήπως το χάσαμε πια το παιδί; Μήπως είμαστε κιόλας μούμιες που περπατάνε, σα φαντάσματα χωρίς πύργο, απλά ένα βάρος στα βλέφαρα του Θανάτου…  Μα το παλεύω.

Γι’ αυτό δεν ξέρω τι να πω σε εσένα που έφυγες έτσι, παρά πως μου γέννησες τούτες τις σκέψεις και μια ανατριχίλα στο κορμί, που θα μου δώσει άλλα δέκα χρόνια αντοχής στο δρόμο, να συνεχίζω ν’ αγωνίζομαι γι’ αυτά που πέθανες, που πεθαίνουμε κάθε μέρα μικρούς απανωτούς θανάτους, ασκήμιας, κατάντιας, ασφυξίας, αγωνίας, ελπίδας, έρωτα για μια ομορφιά που τη νιώθουμε, τη νιώθουμε βαθιά, μα ακόμα δεν την βλέπουμε.  Όμως πού θα πάει, κάποιοι, κάπου, μια μέρα θα τη δουν…

Γιατί, όπως σου είπα, κάποτε πίστευα πως θ’ αλλάξω τον κόσμο. Κι αυτό δεν έγινε. Άλλαξα όμως λίγο τον κόσμο μου. Εσύ πάλι σίγουρα τον άλλαξες πολύ το δικό σου κόσμο. Γιατί οι άνθρωποι που σε γνώριζαν, οι άνθρωποι που άγγιξες με τα όνειρά σου, δε θα είναι ποτέ, μα ποτέ πια οι ίδιοι.

τουρκια

enloutrakio

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button