Το νέο δόγμα για την ευρωάμυνα
Οι ηγέτες της ΕΕ ενέκριναν το νέο αμυντικό σύμφωνο, γνωστό ως Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO), στο οποίο 25 χώρες-μέλη θα αρχίσουν να συνεργάζονται σε μια σειρά από κοινά προγράμματα το 2018.
Η Ευρώπη ετοιμάζεται για μεγάλες αμυντικές δαπάνες, και η πρόκληση είναι να ξοδέψει με σύνεση: οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ξεπεράσουν την απροθυμία τους να αγοράσουν όπλα από ξένους προμηθευτές και να συνεργαστούν σε πολυεθνικά προγράμματα – ακόμα και όταν αυτό σημαίνει λιγότερες θέσεις εργασίας για τις δικές τους βιομηχανίες.
Η συζήτηση σχετικά με το αν οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να δαπανήσουν περισσότερα για την άμυνα έχει ήδη γίνει – και την έχουν κερδίσει σε μεγάλο βαθμό τα γεράκια.
Η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014, η στρατιωτική παρέμβασή της στην Ανατολική Ουκρανία και η επιθετικότητά της αλλού έκαναν κυβερνήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη να ανησυχούν για την ασφάλειά τους.
Η καταγγελία του Τραμπ ότι η Ευρώπη δεν ξοδεύει αρκετά για την άμυνα και θα πρέπει να δαπανήσει περισσότερα αντί να υπολογίζει στην Αμερική για να προστατεύσει την ήπειρο μέσω του ΝΑΤΟ – σε συνδυασμό με τα αμφίσημα μηνύματα του προέδρου των ΗΠΑ για τη δέσμευσή του στην Ατλαντική Συμμαχία – έπεισε πολλούς ηγέτες να αυξήσουν τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς τους.
Και όταν το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε να εγκαταλείψει την ΕΕ το 2016, ένας από τους βασικούς αντιπάλους της στενότερης αμυντικής συνεργασίας στο μπλοκ περιθωριοποιήθηκε – και οι υποστηρικτές είδαν την ευκαιρία να δώσουν νέα ώθηση στο σχέδιο της ευρωπαϊκής στρατιωτικής αυτονομίας.
Ως το 2020 η Γερμανία θα δαπανήσει 53% περισσότερο για στρατιωτικό εξοπλισμό σε σύγκριση με το 2016, σύμφωνα με εκτιμήσεις του γερμανικού υπουργείου Αμυνας.
Η συναίνεση ότι απαιτούνται περισσότερες επενδύσεις εκτείνεται σε όλο το πολιτικό φάσμα – συμφωνούν ακόμα και οι Πράσινοι της Γερμανίας, οι ρίζες των οποίων βρίσκονται στο ειρηνικό κίνημα της δεκαετίας του 1970.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις (Bundeswehr), γνωστές για τον παρωχημένο εξοπλισμό τους, όπως ο γηραιότερος στόλος φορτηγών και ελικόπτερα ναυτικού που χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1970, πρέπει να μεταρρυθμιστούν και να δαπανήσουν περισσότερα για προμήθειες.
Από το ξεκίνημά του το 2003, το έργο – το οποίο αρχικά είχε προβλεφθεί να κοστίσει 20 δισ. ευρώ – έχει συναντήσει πολλά προβλήματα, γεγονός που οδήγησε τον κατασκευαστή Airbus να επιρρίψει την ευθύνη, τουλάχιστον εν μέρει, στην πολιτική ανάμειξη.
Ειδικοί υποστηρίζουν ότι η ευρωπαϊκή αμυντική αγορά πρέπει να εξορθολογιστεί και ότι μερικές χώρες πρέπει να αποσυρθούν από τομείς στους οποίους κάποια άλλη έχει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η Γαλλία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να παραδώσει την παραγωγή τεθωρακισμένων οχημάτων στη Γερμανία, γνωστή για τα συστήματα εδάφους που παράγει ο κατασκευαστής Rheinmetall. Σε αντάλλαγμα, η Γαλλία θα μπορούσε να γίνει ο κύριος προμηθευτής πλοίων στους Γερμανούς.